Αυτή είναι η μόνη γνωστή φωτογραφία της Βελίκας Τράΐκου.
Χαμογελά μέσα στο φέρετρο την ημέρα της κηδείας της, στην Θεσσαλονίκη.
Είναι Αύγουστος του 1904, χρονιά που η Βελίκα έκλεισε τα 21 της χρόνια.
Γεννήθηκε το 1883 στο χωριό Πεντάλοφο της Θεσσαλονίκης, σπούδασε δασκάλα και το 1900 την βρήκε να διδάσκει στην Έδεσσα.
Το 1901, ο Ίων Δραγούμης, Πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι, οργανώνει τον Μακεδονικό Αγώνα.
Αναζητά ένα πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης, μορφωμένο, νέο σε ηλικία για μια κρίσιμη αποστολή: την μεταφορά μηνυμάτων από το κέντρο του Αγώνα στην υπόλοιπη Μακεδονία.
Αιφνιδιάζεται όταν εμφανίζεται μπροστά του μια εικοσάχρονη κοπέλα και δηλώνει πρόθυμη να αναλάβει αυτή την αποστολή. Η ευφυΐα της, η μόρφωσή της –μιλούσε απταίστως τουρκικά και βουλγαρικά- και το θάρρος της κάμπτουν τις επιφυλάξεις του.
Τα επόμενα τρία χρόνια, η Βελίκα οργώνει την Μακεδονία.
Εμφανίζεται σε πόλεις και χωριά, άλλοτε ως πλανόδια πωλήτρια αυγών, άλλοτε ως ζητιάνα, άλλοτε ως «τρελή» που παραμιλά στους δρόμους, μεταφέροντας τα σημειώματα του Δραγούμη μέσα στα ρούχα της ακόμα και μέσα στα μαλλιά της και συλλέγοντας πληροφορίες.
Η δράση της σταματά στο παζάρι των Γιαννιτσών. Εκεί την αναγνωρίζει ένας Βούλγαρος.
Την συλλαμβάνουν.
Η πρώτη μαχαιριά είναι για να «σπάσει» και να αποκαλύψει το δίκτυο των Ελλήνων πατριωτών.
Απαντά με ένα χαμόγελο.
Το ίδιο και στην δεύτερη μαχαιριά, στην τρίτη…
Καταλαβαίνουν. Πέφτουν πάνω της και την κατακρεουργούν.
Στην κηδεία της το φέρετρο ανοιχτό, όπως και το ρούχο της για να δουν όλοι το μέγεθος της θηριωδίας.
Αλλά η ίδια, χαμογελαστή…
Ακριβώς τρία χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1901 στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, η Βελίκα Τράϊκου πήρε μέρος στην συνάντηση των Μακεδονομάχων και απευθύνθηκε στους άντρες που βρίσκονταν εκεί λέγοντας:
«Οπλίστε τους χωρικούς και όταν εμείς προετοιμάσουμε το έδαφος από παντού θα ανάψει ο αγώνας».
Την Κυριακή, στο Σύνταγμα, θα είμαι παρών για να ακούσω ξανά την «ομιλία» της.
Στην εξέδρα, θα βλέπω την Βελίκα.
Αγκαλιασμένη με την Κατερίνα Χατζηγεωργίου, την Δασκάλα από την Γευγελή, που στα 21 της χρόνια κι εκείνη , τον Οκτώβριο του 1904, αντιμετώπισε με το πιστόλι στο χέρι τους Βούλγαρους κομιτατζήδες που περικύκλωσαν το σπίτι της.
Και όταν την κάλεσαν να παραδοθεί, απάντησε:
«Εγώ Ελληνίς εγεννήθην, βάρβαρε Σκύθα και Ελληνίς θα πεθάνω».
Τέσσερις ολόκληρες ώρες κράτησε η μάχη της.
Στο τέλος οι κομιτατζήδες έβαλαν φωτιά στο σπίτι και την έκαψαν ζωντανή.
Την βρήκαν απανθρακωμένη με το πιστόλι στο χέρι.
Δίπλα τους στην εξέδρα θα είναι η Δασκάλα Αγγελική Φιλιππίδου που μαζί με τον σύζυγό της Δημήτρη ζούσαν στην Κλεπνούσνα.
Εκεί, στις 12 Δεκεμβρίου 1906 μπαίνουν οι Βούλγαροι και αρχίζουν την σφαγή.
Πρώτα σκοτώνουν τον ιερέα του χωριού και στη συνέχεια αναζητούν την δασκάλα.
Η Αγγελική και ο Δημήτρης, με τα όπλα στα χέρια δίνουν την μάχη και οι κομιτατζήδες υποχωρούν, αλλά η Δασκάλα έχει τραυματιστεί βαριά.
Αρνείται όμως την άμεση μεταφορά της στο νοσοκομείο των Σερρών και ζητά να την μεταφέρουν πάνω σε ένα φορείο και να σταματούν σε κάθε χωριό για να μιλά στους Έλληνες και να τους εμψυχώνει.
Τα λόγια της και η εικόνα της προκαλούν ξεσηκωμό.
Όταν φτάνει στις Σέρρες την υποδέχεται όλη η πόλη σαν Αγία, της φιλούν τα χέρια…
Αλλά η κατάσταση της υγείας της είναι πλέον απελπιστική.
Την μεταφέρουν στην Θεσσαλονίκη όπου πεθαίνει λίγες ημέρες μετά.
Στην εξέδρα θα είναι και η Λίλη Βλάχου, η απόφοιτος του Αρσακείου που ανέβηκε το 1905 στην Μακεδονία μαζί με τον Μακεδονομάχο αδελφό της Ιωάννη και ανέλαβε την διεύθυνση του Παρθεναγωγείου της Έδεσσας.
Και μύησε όλες τις δασκάλες στον Αγώνα, δημιουργώντας ένα νέο «Κρυφό Σχολειό» και κηρύσσοντας την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Ώσπου το 1907 την σκότωσαν μέσα στο σχολείο της…
Αυτές θα είναι για μένα στην εξέδρα του συλλαλητηρίου-και μόνον Αυτές.
Και τις δικές Τους «ομιλίες» θα πάω να ακούσω.
Γιατί όπως γράφει ο Κωστής Παλαμάς,
«Χρωστάμε σ' όσους ήρθαν, πέρασαν, θα 'ρθούν, θα περάσουν.
Κριτές, θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί».