Αριστερά: Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του 1459-1460, από τον ζωγράφο Benozzo Gozzoli. Βρίσκεται στο Παρεκκλήσι των Μάγων, στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Δεξιά: Λεπτομέρεια από την ίδια τοιχογραφία.
Ένθετο: Μετάλλιο του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου, που φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Φλωρεντία, από τον Πιζανέλλο το 1438.
Επιγραφή μεταλλίου: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.
Ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Η' Παλαιολόγος γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1392 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση. Ανήλθε στο θρόνο, ως συμβασιλέας του πατέρα του, ενώ έγινε αίτιος της ρήξης με το σουλτάνο Μουράτ Β΄ και της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Το 1422 πάει στη δύση και ζητάει βοήθεια ενάντια στους Τούρκους. Το τίμημα της δυτικής βοήθειας θα είναι η υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά το θάνατο του πατέρα του έμεινε μόνος στο θρόνο και το 1425 συνθηκολόγησε, με δυσμενείς όρους, σύμφωνα με τους οποίους παρέδωσε την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, υποχρεώθηκε να μην ανοικοδομήσει το επί του Ισθμού της Κορίνθου τείχος και να πληρώνει βαρείς φόρους στο Μουράτ Β΄ για να μην ξαναενοχλήσει το Βυζάντιο επί 10 χρόνια ούτε τις άλλες ελληνικές χώρες.
Από τότε, επωφελούμενος απ’ αυτή τη συνθήκη, πέρασε όλη του τη ζωή φροντίζοντας να εξασφαλίσει το κράτος από τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής.
Επισκεύασε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, εξομάλυνε τις διαφορές των αδερφών του στη Πελοπόννησο (1427) και ξαναπήρε ορισμένες χώρες από τους Φράγκους. Το 1437 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η' Παλαιολόγος, μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β’, τον αδελφό του Δημήτριο και μεγάλη αντιπροσωπεία, φεύγει από την Κωνσταντινούπολη για τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Ανάμεσα στους απεσταλμένους της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν επίσης και ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και βασανιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφεται η ένωση των Εκκλησιών. Η σύνοδος κατόρθωσε να συντάξει στα λατινικά και ελληνικά, κείμενο για την ένωση των Εκκλησιών που το υπέγραψαν όλοι, εκτός από το Μάρκο τον Ευγενικό. Όμως συνάντησε δυσκολίες για την εφαρμογή του ενωτικού αυτού όρου από το λαό και τους οργανωμένους ιεράρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι τον απείλησαν με αφορισμό, αν επέμενε να συντάσσεται με τους Λατίνους.
Οι προσπάθειες όμως για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου χάνονται και η τελευταία ήταν στη μάχη της Βάρνας το 1444. Στο μεταξύ ο Μουράτ αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του Ιωάννη, που συνεργαζόταν φανερά με την Ουγγαρία, αλλά δεν μπορούσε να αναλάβει επιπλέον πόλεμο προς το Βυζάντιο, γιατί ήταν απασχολημένος με τους Ούγγρους, τους Βοσνίους και τους πολέμους στην Ασία. Όταν μάλιστα στην Πελοπόννησο ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ανέλαβε μόνος του επιθετικό πόλεμο κατά της Τουρκίας και του δουκάτου της Αθήνας, από το 1443 έως το 1447 και έμαθε την ήττα των χριστιανικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο (18 Οκτωβρίου 1448), πέθανε από τη λύπη του. Πέθανε χωρίς κληρονόμους στις 31 Οκτωβρίου του 1448 και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Υπό διαφορετικές συνθήκες ο Ιωάννης, θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικός ηγέτης. Ήταν πιο δυναμικός και λιγότερο ευέλικτος από τον πατέρα του, αλλά ήταν Πατριώτης.
Αν και προσπάθησε σκληρά, δυστυχώς δεν κατάφερε να σταματήσει τους Τούρκους ούτε να βρει βοήθεια από τη Δύση.
Έτσι ό,τι έχει απομείνει από την άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η Κωνσταντινούπολη και το Δεσποτάτο του Μορέως. Το Βυζάντιο είναι αβοήθητο και ανίσχυρο και οι Τούρκοι ετοιμάζονται για την τελική επίθεση…
Πηγή: Αγία Σοφία