Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν σύλληψή του μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του. Καὶ πότε ἀρχίζει ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ θεϊκὸ ἀγαθὸ ἤ γιὰ τὸ δαιμονικὸ κακό, γιὰ τὸν Θεὸ ἤ γιὰ τὸν διάβολο. Καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἐδῶ ἀπὸ τὴν γῆ γιὰ νὰ συνεχιστοῦν αἰώνια στὴν ἄλλη ζωή.
Τὶ εἶναι ὁ παράδεισος; Εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἄμα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐντός του τὸν Θεό, εἶναι ἤδη στὸν παράδεισο, γιατὶ ὅπου εἶναι ὁ Θεὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καὶ ὁ παράδεισος.
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Θεὸς Λόγος κατέβηκε στὴν γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ παράδεισος ἔγινε ἡ ἀμεσότερη πραγματικότητα γιὰ τὴν γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδή, ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς ἐκεῖ καὶ ὁ παράδεισος.
Κάθε πρᾶγμα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἕνα κάδρο στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει κορνιζώσει καὶ ἀπὸ μία σκέψη του. Ὅλα τὰ πράγματα μαζί, συναποτελοῦν τὸ πολύχρωμο μωσαϊκὸ τῶν σκέψεων τοῦ Θεοῦ.
Βαδίζοντας ἀπὸ πρᾶγμα σὲ πρᾶγμα, διαβαίνουμε ἀπὸ τὴν μιὰ σκέψη τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὴν μιὰ ἁγιογραφία τοῦ Θεοῦ στὴν ἑπόμενη.
Βαδίζοντας ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, προχωροῦμε ἀπὸ τὴν μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη. Ἐνῶ ὁ Θεὸς στὰ πράγματα ἔχει κορνιζώσει τὶς σκέψεις Του, στὸν ἄνθρωπο κορνίζωσε τὴν μορφή του, τὴν δική του εἰκόνα.
«Ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα» (Ἐκκλ. 1, 18). Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο βάσανο ἀπὸ τὴν σκέψη τὴν ἴδια. Δὲν εἶναι κόλαση μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν σκέψη ἡ ὁποία εἶναι πλήρως ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Πλάστη καὶ Θεὸ κάθε σκέψης, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Λόγο. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη χωρὶς τὸν Κύριο καὶ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει μήτε τὸν ἑαυτό της μήτε καὶ τὸν κόσμο γύρω της.
Σοφία εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ εὐαγγελικὴ «εὐταξία», μὲ εὐαγγελικὴ «ἀκρίβεια». Ἀφροσύνη πάλι εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κάποιος διασκεδάζοντας ἀτάκτως, ἀναλώνοντας τὴν ψυχή του σὲ ἁμαρτίες καὶ πάθη.
Σοφὸς ἐκεῖνος ποὺ χτίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς του στὴν τήρηση τῶν ἱερῶν έντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἄφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πράττει τὸ ἀντίθετο.
Γιατὶ ὅλα ὅσα οἰκοδομοῦνται ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀντέχουν σὲ ὅλες τὶς καταιγίδες καὶ φουρτοῦνες καὶ στὰ δεινὰ τῶν πειρασμῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.
Ὅ,τι πάλι οἰκοδομεῖται δίχως Χριστὸ καὶ ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνάντια στὸν Χριστό, εὔκολα καταρρέει καὶ συντρίβεται μόλις φανοῦν οἱ φουρτοῦνες τῶν πειρασμῶν, τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν, μὰ κυρίως ὅταν φανοῦν ὁ ἄνεμος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ δαιμονισμοῦ.
Γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς, τοὺς φωτισμένους καὶ διαφωτισμένους ἐν Χριστῷ, τὰ πάντα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ἔχουν νόημα καὶ ἀξία ἐφόσον ἀποτελοῦν μέσον καὶ ὁδὸ πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς, βλέπουμε ἐκεῖνο ποὺ δὲν φαίνεται καὶ ἀτενίζουμε τὸ ἀόρατο. Ρυθμίζουμε ὅλη μας τὴν ζωὴ μέσα στὸν χρόνο μὲ βάση ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αἰώνιο, τὸ ἀνθρώπινο μὲ βάση τὸ Θεανθρώπινο. Ὅσο ὑπάρχει κάτι τὸ αἰώνιο μέσα στὰ ὅρια τοῦ χρονικοῦ, συντηρούμαστε μὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως αὐτὸ ἐκλείπει, τὸ ἀναζητοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, στὸ βασίλειο τοῦ ἀτελεύτητου καὶ ἀοράτου. Ἀτενίζουμε τὰ πάντα ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας, δηλ. ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ αἰώνιος Θεὸς καὶ Κύριος.
Ὁ ἀγώνας μας εἶναι ἐνάντια στοὺς ἐχθροὺς τῆς αἰωνιότητας καὶ τῆς ἀθανασίας μας. Αὐτοὶ εἶναι: οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας (Ἐφ. 6, 12). Κάθε ἁμαρτία κλέβει καὶ λίγη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητὰ μας καὶ ἀπονεκρώνει τὴν ἀθανασία μας. Ἄς μὴ γελιόμαστε: ἡ φιλία μὲ την ἁμαρτία εἶναι ἔχθρα μὲ τὸν Θεό, ἔχθρα μὲ τὸν Κύριο καὶ Χριστό.
Δίχως τὴν πίστη στὸν Κύριο καὶ Χριστό, δίχως τὴν ἀναγέννηση ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ, δίχως τὴν ζωὴ ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ παραμένει ἐργαστήριο δαιμόνων.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες