Περί της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού υπό της μακαρίας Αγίας Ελένης
Τινές των νεωτέρων των επιζητούντων να αρνηθώσι πάσαν παραδεδομένην εν Εκκλησία αλήθειαν εκφράζουσιν αμφιβολίας και περί της ευρέσεως υπό της μακαρίας Ελένης του Τιμίου Σταυρού, συμπεραίνοντες τούτο εκ της δήθεν σιωπής του ιστορικού Ευσεβίου ως μηδέν ιστορούντος περί της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού εν τω συγγραφέντι αυτώ βίω του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ έτεροι σύγχρονοι ιστορικοί εν εκτάσει περί της ευρέσεως του τιμίου Σατυρού ποιούνται λόγον, πράξεις δε αυτοκρατορικαί, σωζώμεναι μέχρι σήμερον εις διαφόρους ιεράς μονάς, κυρούσι την γνησιότητα του τιμίου ξύλου του Τιμίου Σταυρού του Σωτήρος, και αυτά τα τεμάχια του τιμίου ξύλου τα διακρινόμενα δια της θαυματουργικής αυτών δυνάμεως αναιρούσι τας ανυποστάτους υποθέσεις των νεωτεριστών. Οὐτω κατά την ομόφωνον μαρτυρίαν των αρχαίων ιστορικών, ων κατωτέρω αναφέρωμεν τας περικοπάς, η ευσεβεστάτη μήτηρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μακαρία Ελένη, ποθούσα να ιστορίση τους ιερούς τόπους, ένθα ο Σωτήρ έζησεν, αφίκετο περί το 326 εις Ιεροσόλυμα. Πρώτη δε αυτής φροντίς υπήρξεν η αναζήτησις του Τάφου του Σωτήρος. Αλλ' οι εθνικοί φθόνω προς τους χριστιανούς κείμενοι τιμώντας ιδιαζόντως το μνήμα του Σωτήρος είχον προ πολλού ήδη χρόνου επιχώσει αυτόν. Και ίνα τελείως την μνήμην αυτού εξαλείψωσιν ανωκοδόμησαν επί του ούτω τελεσθέντος λόφου, εν ω ο τάφος του Σωτήρος, ναόν της Αφροδίτης και ξόανα εν αυτώ έστησαν.
Τούτου δε φανερού τη βασιλομήτορι γενομένου ο μεν ναός των ειδώλων τη ταύτης προσταγή κατηδαφίσθη, τα δε ξόανα καθηρέθη εκείθεν. Του δε επιχώματος μετακομισθέντος, ανεκαλύφθη ο ζωοδόχος τάφος και τρεις άμα σταυροί εν αυτώ υπάρχοντες. Επειδή δε δύσκολον ήτο να διακριθή ο σταυρός του Σωτήρος και των ληστών, ο τότε Ιεροσολύμων επίσκοπος Μακάριος προσήνεγκεν έκαστον των τριών ευρεθέντων σταυρών επί τινος θανατηφόρος πασχούσης γυναικός. Και των μεν δύο εις μάτην τεθέντων, άμα του τρίτου επιψαύσαντος του σώματος της αγωνιώσης παραχρήμα ηνωρθώθη αύτη και εγένετο υγιής. Τοιούτω λοιπόν τρόπω ανευρέθη και ανεγνωρίσθη ο του Κυρίου Σταυρός, ον η βασιλομήτωρ εις δύο διελούσα μέρη, το μεν εν αργυρή θήκη περιειλήσασα εν Ιεροσολύμοις κατέθηκε, το δε έτερον προς το υιόν αυτής, τον αυτοκράτορα δια την βασιλεύουσα εξαπέστειλεν.
Την ακρίβειαν της ιστορίας ταύτης τινές των νεωτέρων ηθέλησαν όπως είπομεν, να αμφισβητήσωσι. Πρώτος δε ο Γελάσιος ημφισβήτησεν αυτήν δια μόνον τον λόγον ότι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο συγγράψας τον βίον του Μεγάλου Κωσνταντίνου, δεν αναφέρει τι περί του γεγονότος τούτου. Αλλά το αδικαιολόγητον τούτο επιχείρημα είναι ανίσχυρον, όπως αναιρέση την πραγματικότητα του γεγονότος τούτου. Διότι η σιωπή ενός ιστορικού περιορισθέντος εν την ιστόρησιν μόνον των αφορώντων τον βίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ον λεπτομερώς έγραψε, δεν δύναται να θεωρηθή ως μαρτυρία αρνητική και αποχρώσα. Ο Ευσέβιος ου μόνον τούτο εσιώπησεν, αλλά και πολλά άλλα υπό άλλων αναφερόμενα, και εν γένει λίαν συγκεκομένα και συντετμημένα αναφέρει κατά την εν Ιεροσολύμοις διαμονήν της μακαρίας Ελένης. Τούτου ένεκα ούτε δίκαιον ούτε εύλογον είναι να μεταχειρισθή τις ταύτα ως μέτρον προς καταμέτρησιν της αληθείας και να αποφανθή κατά της ορθότητος και αληθείας πραγμάτων τοσούτον αρχαίων και τοσούτον καθολικόν κύρος ανέκαθεν κτησαμένων, και υπό της ιστορίας μαρτυρουμένων δια σειράς επισήμων ιστορικών γεγονότων κεκυρωμένων υπό του κράτους και της Εκκλησίας, και υπό αναριθμήτων θαυμάτων επιμαρτυρουμένων.
Αλλά και πλην του λογικού τούτου επιχειρήματος τους αντιλέγοντας διαψεύδει η σύγχρονος ιστορία.
Και α΄.) Η διάκρισις του τιμίου Σταυρού επιβεβαιουμένη εκ των επιστολών του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Μακάριον επίσκοπον Ιεοροσολύμων και τον έπαρχον Δρακιλλιανόν (Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, κεφ. στ΄).
Επιστολή του Μ. Κωνσταντίνου προς Μακάριον επίσκοπον Ιεροσολύμων περί οικοδομής του θείου ναού
«Νικητής Κωνσταντίνος μέγιστος, σεβαστός, Μακαρίω. Τοσαύτη του σωτήρος ημών εστι η χάρις, ως μηδεμίαν λόγων χορηγίαν του παρόντος θαύματος αξίαν είναι δοκείν. Το γαρ γνώρισμα του αγιωτάτου πάθους, υπό τη γη πάλαι κρυπτόμενον, τοσαύταις ετών περιόδοις λαθείν, άχρις ου δια της του κοινού πάντων εχθρού αναιρέσεως ελευθερωθείσι τοις εαυτού θεράπουσιν αναλάμπειν έμελλεν, πάσαν έκπληξιν ως αληθώς υπερβαίνει. Ει γαρ πάντες οι δια πάσης της οικουμένης είναι δοκούντες σοφοί εις εν και το αυτό συνελθόντες άξιόν τι του πράγματος εθέλωσιν ειπείν, ουδ' αν ληφθήναι δυνηθήσονται. Επί τοσούτον πάσαν ανθρωπίνου λογισμού χωρητικήν φύσιν η του θαύματος τούτου πίστις υπερβαίνει όσω των ανθρωπίνων τα ουράνια συνέστηκεν είναι δυνατώτερα. Δια τούτο γουν ούτος αεί και πρώτος και μόνο εστί μοι σκοπός, ίν' ώσπερ εαυτήν οσημέραι καινοτέροις θαύμασιν η της αληθείας πίστις επιδείκνυσιν, ούτως και αι ψυχαί πάντων ημών περί τον άγιον νόμον σωφροσύνη και ομογνώμονι προθυμία σπουδαιώτεραι γίνωνται. Όπερ επειδή πάσιν είναι νομίζω φανερόν, εκείνο μάλιστά σε πεπείσθαι βούλομαι, ως άρα πάντων μοι μάλλον μέλει, όπως τον ιερόν εκείνον τόπον, ον Θεού προστάγματι αισχίστης ειδώλου προσθήκης, ώσπερ τινός επικειμένου βάρους, εκούφισα, άγιον μεν εξ αρχής Θεού κρίσει γεγενημένον, αγιώτερον δε αποφανθέντας, αφ' ου την του σωτηρίου πάθους πίστιν εις φως προήγαγεν, οικοδομημάτων κάλλει κοσμήσωμεν. Προσήκει τοίνυν την σην αγχίνοιαν ούτως διατάξαι τε και εκάστου των αναγκαίων ποιήσασθαι πρόνοιαν, ως ου μόνον βασιλικήν των πανταχού βελτίονα, αλλά και τα λοιπά τοιαύτα γενέσθαι, ως πάντα τα εφ' εκάστης καλλιστεύοντα πόλεως, υπό του κτίσματος τούτου νικάσθαι. Και περί της των τοίχων εγέρσεώς τε και καλλιεργείας, Δρακιλλιανώ τω ημετέρω φίλω τω διέποντι των λαμπροτάτων επάρχων μέρη, και τω της επαρχίας αρχώντι, παρ' ημών εγκεχειρίσθαι την φροντίδα γίνωσκε.»
Ταύτην την επιστολήν ο Θεοδώρητος αντέγραψεν εκ των λ΄ και λα΄ κεφαλαίων της ιστορίας «Περί του βίου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, υπό Ευσεβίου».
Ο δε Ιεροσολύμων Κύριλλος, όστις ην σχεδόν σύγχρονος τω Ευσεβίω (346-386) μαρτυρεί διαρρήδην περί τε της επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού και περί της τούτου υπάρξεως επί των ημερών αυτού εν Ιεροσολύμοις. Εν Κατηχήσει ΙΓ΄ λέγει:
«ελέγχει με ούτος ο Γολγοθάς, ου νυν πλησίον πάντες πάρεσμεν, ελέγχει με του Σταυρού το ξύλον το κατά μικρόν εντεύθεν πάση τη οικουμένη διαδοθέν.»
Και ο ιστορικός Σωκράτης, σύγχρονος και αυτός (380), εν εκκλησιαστική ιστορία (βιβλ. Α΄, ιζ΄) λέγει:
«Η του βασιλέως μήτηρ Ελένη..., δι' ονείρων χρηματισθείσα, εις τα Ιεροσόλυμα, παρεγένετο και την ποτέ Ιερουσαλήμ έρημον ως οπωροφυλάκιον, κατά τόν προφήτην, ευρούσα, το του Χριστού μνήμα, ένθα ταφείς ανέστη, σπουδαίως εζήτει. Και δυσχερώς μεν, συν Θεώ δε ευρίσκει. Τις δε η αιτία της δυσχερείας δια βραχέων ερώ. Ότι οι μεν τα του Χριστού φρονούντες, μετά τον καιρόν του πάθους, ετίμων το μνήμα. Οι δε φεύγοντες τα του Χριστού, χώσαντες τον τόπο, Αφροδίτης κατ' αυτού ναόν κατασκευάσαντες, επέστησαν άγαλμα μη ποιούντες μνήμην του τόπου. Τούτο μεν ουν πάλαι προυχώρει τη δε μητρί του Βασιλέως φανερόν τούτο εγένετο. Καθελούσα ουν το ξόανον, και τον τόπον εκχώσασα και καθαρόν εργασαμένη, τρεις ευρίσκει σταυρούς εν τω μνήματι, ένα μεν τον μακάριστον, εν ω ο Χριστός εξετανύσθη· τους δε ετέρους, εν οις οι σταυρωθέντες δύο λησταί τεθνήκεσαν. Συν αυτοίς δε εύροιτο και η του Πιλάτου σανίς, εν η Βασιλέα των Ιουδαίων τον σταυρωθέντα Χριστόν προσγράφων, εν διαφόροις γράμμασιν εκήρυττεν. Επεί δε αμφίβολος ην ο σταυρός ο ζητούμενος, ουχ η τυχούσα λύπη κατείχε την του βασιλέως μητέρα. Ουκ εις μακράν δε παύει τα της λύπης ο των Ιεροσολυμων επίσκοπος ω όνομα ην Μακάριος· λύει δε πίστει το αμφίβολον σημείον γαρ ήτει παρά του Θεού και ελάμβανε. Το δε σημείον ην τούτο. Γυνή τις των εγχωρίων νόσω χρονία ληφθείσα, προς αυτώ λοιπόν τω θανάτω εγένετο. Προσάγεσθαι ουν τη αποθνησκούση των σταυρών έκαστον ο επίσκοπος παρεσκεύασε, πιστεύσας αναρρωσθήναι την γυναίκα αψαμένην του Τιμίου Σταυρού. Και της ελπίδος ουχ ήμαρτε. Προσενεχθέντων γαρ των μη κυρίων δύο σταυρών, έμενεν ουχ ήττον η γυνή αποθνήσκουσα, ως δε ο τρίτος ο του Κυρίου προσηνέχθη, η αποθνήσκουσα ευθύς ανερρώσθη, και εν τοις υγιαίνουσιν ην. Τούτον μεν ουν τον τρόπον το του Σταυρού ξύλον εύρηται. Η δε του βασιλέως μήτηρ, οίκον μεν ευκτήριον εν τω του μνήματος τόπω πολυτελή κατεσκεύασεν, Ιερουσαλήμ τε νέαν έπωνόμασεν, αντιπρόσωπον τη Παλαιά, εκείνη και καταλελειμμένη ποιήσασα. Του δε σταυρού μέρος μεν τοι θήκη αργυρά περικλείσασα, μνημόσυνον τοις ιστορείν βουλομένοις, αυτόθι κατέλιπε το δε έτερον μέρος αποστέλλει τω βασιλεί, όπερ δεξάμενος και πιστεύσας τελείως σωθήσεσθαι την πόλιν, ένθα αν έκειτο φνλάττεσθαι , τω εαυτού ανδριάντι κατέκρυψεν... Και τους ήλους δε, οι ταις χερσί του Χριστού κατόι τον Σταυρόν ενεπάγησαν, ο Κωνσταντίνος λαβών, και γαρ και τούτους η μήτηρ εν τω μνήματι ευρούσα απέστειλε, χαλινούς τε και περικεφαλαίαν ποιήσας, εν τοις πολέμοις εκέχρητο.»
Και Ερμείας δε ο Σωζόμενος εν εκκλησιαστική ιστορία (βιβλ. Β' § α΄) περί της ευρέσεως του ζωηφόρου Σταυρού και των αγίων ήλων, λέγει:
«Τα μεν δη κατά Νίκαιαν, μέχρι τούτου τέλος έσχε· και των ιερέων έκαστος οικαδε επανήλθεν ο δε βασιλεύς έχαιρεν υπερφυώς, συμφωνούσαν ορων περί το δόγμα την καθόλου εκκλησίαν χαριστήριά τε ανατιθείς τω Θεώ υπέρ της ομονοίας των επισκόπων, υπέρ τε αυτού και των παίδων και της βασιλείας, ωήθη δειν οίκον ευκτήριον τω Θεώ κατασκευάσαι εν Ιεροσολυμοις, αμφί τον καλούμενον κρανίου τόπον· περί δε τον αυτόν χρόνον, και Ελένη η αυτού μήτερ ήκεν εις Ιεροσόλυμα ευξάσθαί τε και τους ενταύθα ιερούς ιστορήσαι τόπους· ευλαβώς δε περί το δόγμα των χριστιανών διακειμένη, περί πολλού εποιείτο του σεβασμίου Σταυρού το ξύλον ευρείν· ην δε ούτε τούτου, ούτε του θεσπεσίου τάφου η εύρεσις ραδία· οι γαρ πάλαι την εκκλησίαν διώξαντες Έλληνες, έτι φυομένην την θρησκείαν πάση μηχανή σπουδάσαντες εκτεμείν, υπό πολλώ χώματι τον της δε τόπον κατέκρυψαν και εις ύψος ήγειραν βαθύτερον υπάρχοντα, ως νυν φαίνεται· περιλαβόντες δε πέριξ πάντα τον της 'Αναστάσεως χώρον και του κρανίου, διεκόσμησαν και λίθω την επιφάνειαν κατέστρωσαν και Αφροδίτης ναόν κατασκεύασαν, και ζώδιον ιδρύσαντο· ώστε τους αυτόθι τον Χριστόν προσκυνούντας, δόξαι την Αφροδίτην σέβειν · και τω χρόνω εις λήθην ελθείν την αληθή αιτίαν του περί τον τόπον σεβάσματος, μήτε των χριστιανών αδεώς εις τούτο φοιτάν, η ετέροις καταμηνύειν τολμώντων, και τουναντίον πιστουμένου του ελληνικού ναού και του αγάλματος. Εγένετο γε μην δήλος ο τόπος και εφωράθη η σπουδασθείσα περί αυτού πλάνη, ως μεν τινες λέγουσιν ανδρός Εβραίου, των ανά την έω οικούντων, εκ Πατρώας Γραφής καταμηνύσαντος, ως δε αληθέστερον εννοείν έστι του Θεού επιδείξαντος δια σημείων και ονειράτων · ου γαρ οίμαι τα θεία δείσθαι της παρ' ανθρώπων μηνύσεως, ηνίκα αν δήλα αυτά τω Θεώ χενέαθαι. Τηνικαύτα ουν, κατά πρόσταξιν του Βασιλέως, του τήδε χώρου καθαρθέντος εις βάθος, εν μέρει το της Αναστάσεως εφάνη άντρον· ε τέρωθι δε περί τον αυτόν τόπον τρεις ευρέθησαν σταυροί, και χωρίς άλλο ξύλον εν τάξει λευκώματος ρήμασι και γράμμασιν Εβραϊκούς, Ελληνικούς τε και Ρωμαϊκούς, τα δηλούντα Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Και ταύτα μεν, ως η Ιερά Βίβλος των ευαγγελίων ιστορεί, ούτω συνέβη προγραφήναι υπέρ κεφαλής του Χριστού, Πιλάτον τούτο προστάξαντος, τον την Ιουδαίαν επιτροπεύοντος εργώδης δε έτι ετύγχανεν η του θείου σταυρού διάκρισις ει και ευρέθη, διερρυκότος αυτού του γράμματος και διερρηγμένου· άμα δε και των τριών σταυρών χύδην διεσπαρμένων, ως γε εικός, εν τη καθαιρεσει των σταυρωθέντων σωμάτων συγχυθείσης της τάξεως...
Αδήλου ουν τυγχάνοντος έτι του θείου ξύλου και θειοτέρας ή κατ' ά νθρωπον δεομένου μηνύσεως, τοιόνδε τι συνέβη· γυνή τις ην εν Ιεροσολύμοις των επισήμων χαλεπωτάτω και ανιάτω νόσω κάμνουσα· προς ταύτην κειμένην ήλθε Μακάριος ο Ιεροσολύμων Επίσκοπος, παραλαβών την τον βασιλέως μητέρα και τους αμφ' αυτόν . Ευ ξάμενος τε πρότερον, και σύμβολον τάξας τοις αγώσιν, εκείνον είναι τον θείον Σταυρόν, ος επιτιθείς απαλλάξει της νόσου την γυναίκα, φέρων έκαστον αυτή των ξύλων προσήγαγεν, αλλά των μεν δύο επιτεθέντων ουδέν, ότι μη λήρος και γέλως έδοξεν είναι το γινόμενον, θανάτου εν θύραις όντος τον γυναίου· επεί δε το τρίτον ξύλον ομοίως προσήνεγκεν, εξαπίνης ανέβλεψε, και τας δυνάμεις αθροίσασα, παραχρήμα της στρωμνής υγιής απεπήδησε· λέγεται δε και νεκρόν τω ίσω τρόπω αναβιώναι. Του δε ευρεθέντος θεσπεσίου ξύλου, το μεν πλείστον εν αργυρά θήκη μέσον έτι και νυν εν Ιεροσολύμοις φυλάττεται μέρος δε η Βασιλίς προς Κωνσταντίνον τον παίδα διεκόμισεν ου μην αλλά και τους ήλους, οις το σώμα του Χριστού διεπεπερονητο. Εκ τούτων δε ιστορούσι, περικεφαλαίαν τον βασιλέα κατασκεύασαι, και χαλινόν ίππον κατά την Ζαχαρίου προφητείαν· ω δε προείρηται ως επι του παρόντος καιρού, έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορι (Ζαχαρ. ιδ' 20)' ώδε γαρ αυταίς λέξεσιν ο Προφήτης φησί.
Ταύτα πάλαι μεν έγνωστο και προείρητο τοις ιεροίς προφήταις, εις ύστερον δε δια θαυμαοίων εβεβαιούτο έργων ότε εν καιρώ δοκούν είναι τω Θεώ κατεφαίνετο· και θαυμαστόν ούπω τοσούτον, όπου γε και προς αυτών των Ελλήνων συνωμολόγηται· Σιβύλλης είναι τούτο.
Ω ξύλον μακάριστον, εφ' ου Θεός εξετανύσθη. Τούτο γαρ και σπουδάζων τις ενάντιος είναι, ουκ αν αρνηθείη· προυσημαινεν ουν το του Σταυρού ξύλον, και το περί αυτού σέβας.» Πρβλ. και Νικηφ. Καλλίστου Εκκλ. Ιστορ. Η' · § κθ')
Ο Θεοδώρητος περί της ενώσεως του Τιμίου Σταυρού ιστορεί τα εξής εν τω ιζ'. Κεφαλαίω της Εκκλησιαστικής αυτού Ιστορίας:
«Περί Ελένης της του βασιλέως μητρός, και της περί την οικοδομίαν του θείου ναού σπουδής.
Τούτοις τοις γράμμασιν ουκ άλλος τις διηκόνησεν, αλλ' αυτή του βασιλέως η μήτηρ, η καλλίπαις εκείνη, και παρά πάντων διδόμενη των ευσεβών, η τον μέγαν τούτον φωστήρα τεκούσα και την της ευσεβείας αυτώ προσενεγκούσα τροφήν· Αύτη των της οδοιπορίας πόνων ανασχομένη, και του γήρως ου λογιασμένη τα πάθη· προ γαρ ολίγου της τελευτής την αποδημίαν ταύτην εποιήσατο, ογδοηκοντούτις δε το τέρμα του βίου κατείληφεν. Επειδή δε το χωρίον εκείνο είδε, το της κοινής σωτηρίας τα πάθη δεξάμενον, ευθύς μεν τον μυσαρόν εκείνον νεών καταλυθήναι και τον χουν εκφορηθήναι προσέταξε. Δήλου δε του κεκρυμμένου τάφου γενομένου, ώφθησαν τρεις παρά το μνήμα το δεσποτικόν κατεχωσμένοι σταυροί. Και ότι μεν εις εκ τούτων ο του Δεσπότου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού ετύγχανεν ων, οι δ' έτεροι των συν αυτώ προσηλωθέντων ληστών, αναμφισβητήτως επίστευον άπαντες. Ηγνόουν δε όμως τον τω δεσποτικώ πελάσαντα σώματι και του τιμίου αίματος την λιβάδα δεξάμενον. 'Αλλ' ο σοφότατος εκείνος και θείος όντως Μακάριος, ο της πόλεως πρόεδρος, τοιώδε πόρω την απορίαν διέλυσε. Γυναικί γαρ περιφανεί νόσω κατεχομένη μακρά, έκαστον των σταυρών εκείνων μετά προσευχής σπουδαίως προσενεγκών, έγνω του σωτηρίου την δύναμιν. Παραυτίκα γαρ όντως τω γυναίω πελάσας την χαλεπήν εκείνην εξήλασε νόσον, και την άνθρωπον απέφηνεν υγιά. Ούτω δη του βασιλέως η μήτηρ μαθούσα το ποθούμενον, των ήλων τα μεν εις το βασιλικόν ενέβαλε κράνος, της του παιδός κεφαλής προμηθουμένη, ίνα τα των πολεμίων αποκρούηται βέλη· τα δε τω του ίππου ανέμιξε χαλινώ, και ασφάλειαν μηχανωμένη τω βασιλεί και παλαιά, προφητεία επιτιθείσα. Πόρρωθεν γαρ Ζαχαρίας ο προφήτης εβόα, και έσται το επί τω χαλινώ του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορα. Του δε σωτηρίου σταυρού μοίραν μεν τινα τοις βασιλείοις απένειμε· το δε λοιπόν, θήκην εξ ύλης αργύρου ποιησαμένη, τω της πόλεως δέδωκεν επισκόπω, φυλάττειν παρεγγυήσασα ταις έπειτα γενεαίς τα της σωτηρίας: μνημόσυνα. Πάντοθεν δε παντοδαπής ύλης τεχνίτας αγείρασα, τους μεγίστους εκείνους και λαμπροτάτους νεώς εδομήσατο. Το δε τούτων κάλλος και μέγεθος εκφράσαι περιττόν άγαν υπείληφα πάντων, ως έπος ειπείν, των φιλοθέων εκείσε δεόντων και θεωμένων των έργων την πολυτέλειαν. Πεποίηκε δε και έτερον μνήμης άξιον η πανεύφημος εκείνη και αξιάγαστος βασιλίς Τας γαρ δια βίου την παρθενίαν αοκούσας συναγείρασα πάσας και επί στιβάδων πολλών κατακλίνασα, αυτή θεραπαινίδος έργον επλήρου, διακονούσα και όψα παρατιθείσα και κύλικας ορέγουσα και πράγουν επί λέβητος φέρουσα και ύδωρ ταις εκείνων χερσίν επιχέουσα. Ταύτα και τα τούτοις όμοια δράσασα, επανήλθε μεν προς τον παίδα· μετ' ευθυμίας δε εις τον έτερον μετέβη βίον, πλείστα τω παιδί περί της ευσεβούς πολιτείας εντειλαμένη. Και ταις εξιτηρίοις αυτόν επικλύσασα ευλογίαις. Εκείνη μεν ουν και μετά την τελευτήν τιμής τετύχηκεν, οποίαν τυχείν εχρήν την όντως επιμελώς και θερμώς τον των όλων τεθεραπευκυίαν Θεόν.»
(Πηγή: «Ιστορική Μελέτη περί του Τιμίου Σταυρού», Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Αθήνα 1914, σελ. 19-27, Αποστολική Διακονία)
ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εὐλόγησον Δέσποτα.
Τῷ τριακοσιοστῷ εἰκοστῷ ἔτει ἀπὸ τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ζήτησις καὶ ἀνεύρεσις ἐγένετο ἐν ᾧ (Σταυρῷ) ἐκρεμάσθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον βασιλεύοντος Κωνσταντίνου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀνδρός, ὃν ἔτεκεν ἡ σεμνοτάτη Ἑλένη ἡ φιλόχριστος. Αὕτη ζήτησιν ἐποίησεν περὶ τοῦ πεποθημένου Τιμίου καὶ Ἁγίου ξύλου, ἐφ᾿ ᾧ ὁ Χριστὸς ἐκρεμάσθη. Κοιλοπονοισάσης γὰρ ἐμπόνως τὴν ἐνανθρώπισιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὕψωσιν καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν αὐτοῦ Ἀνάστασιν, οὐκ ἐκαρτέρησεν ἡ σεμνοπρεπεστάτη, ἀλλ᾿ ὅλῃ τῇ ψυχῇ καὶ τῇ διανοίᾳ χρησαμένῃ, ἔσπευσεν τοῦτον ἀναζητῆσαι, καὶ ἄχραντον δῶρον τῷ κόσμῳ ἀναδεῖξαι· τοιούτῳ γὰρ ζήλῳ εὐτρόπῳ καὶ δυσευρέτῳ ἐπεπόθει τὸ ἁγιασθέν ξύλον. Ἐπορεύθη ἐν Ἰερουσαλήμ ἐν τῷ μηνὶ δευτέρῳ, ὀγδόῃ καὶ εἰκάδι σὺν στρατιώταις ἅμα πολλοῖς, καὶ ἐκκλησίαν συγκροτήσασα ἐκάλεσεν πάντας τοὺς εὑρισκομένους Ἰουδαίους ἐν Ἰερουσαλήμ καὶ ὅσους ἦσαν περιληφθέντες εἰς τὰς πέριξ πόλεις καὶ κώμας· συνήχθησαν δὲ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀριθμὸν δισχίλιοι, οὕς μεταστειλαμένη ἡ μακαρία Ἑλένη, λέγει αὐτοῖς,«ἔγνων ἀπὸ τῶν ἁγίων Προφητῶν, ὅτι σπέρμα δίκαιοι ἦτε, ἠγαπημένοι ὑπὸ Κυρίου, ἀλλ᾿ ὑμεῖς οὐ συνείκετε, ἀλλ᾿ ἐνομίσατε τὸ φῶς εἶναι σκότος, καὶ τὴν ἀλήθειαν ψεῦδος, καὶ τὸν θέλοντα ὑμᾶς ἀπὸ τῆς κατάρας λυτρώσασθαι, κατηράσασθε αὐτόν, καὶ τὸν τοὺς νεκροὺς ἐγείραντα ἠθελήσατε νεκρὸν προσαγορεῦσαι. Τἀνῦν δὲ λέγω ὑμῖν, ἐπιλέξασθε ἑαυτοῖς τοὺς νομίζοντας εἰδέναι τὸν νόμον περὶ οὗ μέλλω ἐπερωτᾶν ὑμᾶς λόγον.
Οἱ δὲ ἐπορεύθησαν μετὰ φόβου μεγάλου, καὶ συνήθροισαν τοὺς νομίζοντας εἰδέναι τὸν νόμον ἄνδρας χιλίους, μαρτυροῦντες περὶ αὐτῶν καὶ λέγοντες ὅτι οὗτοι εἰσὶν οἱ τὸν νόμον εἰδότες ἀκριβῶς· ἡ δὲ λέγει αὐτοῖς «ἀκούσατὲ μου φησὶ τοὺς λόγους, ἐνωτήσασθαι πάντα τὰ ρήματα τοῦ στόματὸς μου· οὐκ ἠκούσατε τῶν ἁγίων προφητῶν, πῶς κατήγειλαν περὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ δι᾿ αὐτῶν λαλοῦντος ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγοντος: «παιδίον ἐγεννήθη, οὗ ἡ μήτηρ αὐτοῦ οὐ γνωρίσεται» καὶ ὁ ὑμνῳδὸς Δαβὶδ «προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιον μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστὶ ἵνα μὴ σαλευθῶ» καὶ πάλιν Ἡσαΐας προανεφώνει περὶ ὑμῶν, ὅτι «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δὲ μὲ ἠθέτησαν», καὶ αὖθις ὁ αὐτὸς προφήτης ὑπολαμβάνει λέγων «ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραήλ δὲ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μου οὐ συνῆκε». Ἴδε οὖν ὑμεῖς οἱ ἀναγινώσκοντες οὐ νοεῖτε. ὅθεν φυλαττομένους ὑμᾶς, δίδωμι ὑπὸ στρατιωτῶν ἔχοντας διορίαν, ἐπιλέξασθε οὖν ἑαυτοῖς τοὺς νομίζοντας εἰδέναι τὸν νόμον.
Οἱ δὲ πάλιν καθ᾿ ἑαυτοὺς συμβούλιον ποιησάμενοι, εὗρον ἄνδρας πεντακοσίους, τοὺς εἰδότας ἀκριβῶς τὸν νόμον· καὶ παραγενομένων αὐτῶν, λέγει αὐτοῖς «τίνες οὗτοι;» Λέγουσιν «Οὗτοι εἰσὶ Δέσποινα ἡμῶν καὶ κυρία, οἱ καλῶς καὶ ἀκριβῶς τὸν νόμον εἰδότες». Καὶ πάλιν ἀρξαμένη ἡ μακαρία Ἑλένη, τὸν τῆς ἀληθείας λόγον ἐδίδασκεν λέγουσα. Ἕως πότε μωροὶ ἡμεῖς οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ; οὐκ ἠρκέσθητε ἐπὶ τῇ πορώσει τῶν πατέρων ὑμῶν λέγοντες μὴ εἶναι Θεόν; Εἴπατε τοὺς προφήτας καθ᾿ ἕνα αὐτῶν, ὑμεῖς δὲ ἅ ἀναγινώσκητε οὐ νοεῖτε. Οἱ δὲ εἶπον, ἡμεῖς ἀναγινώσκομεν, καὶ γινώσκομεν, περὶ δὲ τίνος ἐπερωτᾶς ἡμᾶς δέσποινα; φράσον ἡμῖν, ἵνα καὶ ἡμεῖς συνόντες, φανέρωσιν δῶμεν τοῖς λεγομένοις παρὰ σοῦ. Ἡ δὲ πρὸς αὐτούς, «πάλιν μετὰ ἀκριβείας πορευθέντες κατ᾿ ἰδίαν ἐπιλέξασθαι ἑαυτοῖς, μετὰ πάσης σκέψεως καὶ ἀληθείας, τοὺς δοκοῦντας τὸν νόμον εἰδέναι».
Οἱ δὲ πορευόμενοι, λέγουσι καθ᾿ ἑαυτούς, «ἕνεκεν τίνος παρέχει ἡμῖν τοὺς κόπους τούτους ἡ Βασίλισσα;» Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἰούδας, λέγει αὐτοῖς, οἶδα ἐγώ, ὅτι ζήτησιν μέλει περὶ τοῦ ξύλου, ἐφ᾿ οὗ τὸν Ἰησοῦν ἐκρέμασαν οἱ πατέρες ἡμῶν· βλέπετε οὖν μή τις ὁμολογήσῃ αὐτῇ, ἐπεὶ ὄντως καταλυθήσονται αἱ πατρικαὶ ἡμῶν παραδόσεις. Ζακχαῖος γὰρ ὁ παποῦς μου, διεστείλατο τῷ πατρί μου Σίμωνι καὶ ὁ πατήρ μου πάλιν ἐμοὶ λέγει «βλέπε τέκνον, ζήτησις ἔχει γενέσθαι τοῦ Σταυροῦ, ἐφ οὗ ἐκρεμάσθη ἡ Μεσσίας, καὶ ὅταν μέλει ζητεῖσθαι τὸ ξύλον φανέρωσον αὐτὸ ἐν τάχει προτοῦ σε τιμωρηθῆναι· οὐκέτι γὰρ γένος Ἐβραίων βασιλεύσει εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὗτος ἐστὶν ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Ὁ δὲ παπποῦς μου Ζακχαῖος, ταύτας τὰς ἐντολὰς παρέλαβεν παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Στεφάνου τοῦ λιθασθέντος ὑπὸ τῶν πατέρων ἡμῶν.
Ἵνα τὶ ἐπ᾿ αὐτῶν τὰς χεῖρας ὑπήνεγκαν; ὁ δὲ λέγει «ἄκουσὸν μου τέκνον, οὐ συνέθεντο ἡμῶν οὐδὲ ἐσυνευδόκησαν μετὰ τῶν Σταυρωσάντων τὸν Ἰησοῦν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔλεγχεν τοὺς πρεσβυτέρους καὶ Ἀρχιερεῖς τοῦ λαοῦ, κατέκριναν αὐτὸν Σταυρωθῆναι, προσδοκῶντες ὅτι θανατώσωσι αὐτόν, ὅντινα καθελῶντες ἔθαψαν ἐν μνημείῳ «αὐτὸς δὲ τριήμερος ἀναστάς, ἐνεφάνησεν ἑαυτὸν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅθεν πεισθεὶς Στέφανος ὁ παπποῦς μου ἤρξατο διδάσκειν ἐν τῷ λαῷ περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ συνέδριον ποιήσαντες οἱ Σαδδουκαῖοι μετὰ τῶν Φαρισαίων κατέκριναν αὐτὸν λιθοβοληθῆναι, καὶ συνῆρε πᾶν τὸ πλῆθος, καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτόν, ὁ δὲ μακάριος Στέφανος, μέλλων ἀφιέναι τὸ πνεῦμα, τὰς χεῖρας αὐτοῦ τανύσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπεν «Κύριε μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, ἄκουε τέκνον, καὶ διδάξω σε τὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εὐσπλαχνίας αὐτοῦ, ὅτι καὶ Σαῦλος ὁ πρὸς τὸ ἱερὸν καθεζόμενος, ὁ καὶ ἱμαντοκόρος, καὶ αὐτὸς διώκων τοὺς εἰς Χριστὸν πιστεύσαντας, «ὃς καὶ ἐπήγειρεν τὸν ὄχλον κατὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Στεφάνου, σπλαχνισθεὶς δὲ ἐπ᾿ αὐτὸν Χριστὸς ἐποίησεν αὐτὸν ἕνα τῶν ἐνδόξων αὐτοῦ Ἀποστόλων» διὸ κἀγὼ καὶ οἱ πατέρες μου ἐπιστεύσαμεν ὅτι αὐτὸς ἐστὶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μὴ οὖν βλασφημήσεις αὐτόν, μηδὲ τοὺς εἰς αὐτὸν πιστεύοντας εἰς ζωὴν αἰώνιον, ταῦτα ὁ πατήρ μου διεστείλατο μοι Σίμων, ἴδε ταῦτα πάντα ἠκούσατε, τὶ ὑμῖν δοκεῖ ἐὰν ἡμῖν ἐπερώτησιν ποιήσει περὶ τούτου ἡ Βασίλισσα; τὶ ἐροῦμεν; οἱ δὲ εἶπον, ἡμεῖς οὐδέποτε ταῦτα ἠκούσαμεν, ἡ δὲ ζήτησις ἐστὶ περὶ τούτου, ὅρα μηδενὶ ὁμολογήσῃς.
Ἔτι δὲ αὐτῶν ταῦτα λεγόντων, παραγίνονται πρὸς αὐτοὺς οἱ στρατιῶται λέγοντες, καλεῖ ὑμᾶς ἡ Βασίλισσα, οἱ δὲ παραγενόμενοι καὶ ἀνακρινόμενοι τὴν ἀλήθειαν ἔσπευδον κρῦψαι, τότε ἐκέλευσεν ἡ Βασίλισσα πάντας πυρὶ παραδοθῆναι, οἱ δὲ φοβηθέντες παρέδωκαν τὸν Ἰούδαν λέγοντες «οὗτος ἀνδρὸς δικαίου υἱὸς ἐστὶ ὦ Κυρία, καὶ τὸν νόμον ἀκριβῶς ἐπίσταται, οὗτος δὲ σοι δείξει τὰ καταθύμια τῆς ψυχῆς σου. Πάντες δὲ ὁμοῦ συνέθεντο περὶ τούτου, ἀπέλυσε δὲ πάντας, τὸν δὲ Ἰούδαν, παρέσχεν περὶ αὐτὸν καὶ μετακαλεσαμένη λέγει αὐτῷ,«ζωὴ καὶ θάνατος πρόκειταὶ σοι, ὅ οὖν θέλεις ἐπίλεξε. Ἰούδας δὲ λέγει «Δέσποινα, καὶ τὶς ἐν ἐρημίᾳ ἄρτον προκείμενον, λίθος ἐστί; Ἡ δὲ πρὸς αὐτόν, «εἰ βούλει καὶ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ζῆσαι, εἰπὲ μοι ποῦ ἐστὶ κεκρυμένος ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός. Ἰούδας δὲ λέγει «καθώς περιέχει τὰ ὑπομνήματα, ἔτη εἰσὶ πλεῖστα διακόσια, καὶ ἡμεῖς νέοι ὄντες πῶς δυνάμεθα εἰδέναι; Ἡ δὲ μακαρία Ἑλένη λέγει, πῶς πρὸ τόσους τῶν γενεῶν ὁ πόλεμος συγκροτηθεὶς ἐν τῷ Ἡλίῳ καὶ πάντες οἱ τεθνεῶτες ἐκεῖ μνημονεύονται, καὶ οἱ τόποι αὐτῶν καὶ οἱ τάφοι; Ἰούδας λέγει «Δέσποινα, συνεχόμενος ἐλάλησα, ἡ δὲ λέγει, ἔχω τὴν αὐτόλεκτον φωνὴν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ποίῳ τόπῳ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, μόνον ἐπίδειξόν με τὸν τόπον τοῦ κρανίου, καὶ κελεύω πάντας τοὺς τῇ ἐμοι ἐξουσίᾳ ἀναζήτησιν ποιήσασθαι ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ, καὶ πλήρωσὸν μου τὴν ἐπιθυμίαν». Ἰούδας λέγει «λιμοκτονῆσαί σε ἔχω, ἐὰν μὴ μου ὁμολογήσῃς»· καὶ ταῦτα εἰποῦσα, ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐν φρέατι ξυρὸν βληθῆναι, ἐν ᾧ ὕδωρ οὐκ ἦν, προσέταξεν δὲ αὐτὸν ἄσιτον διαμεῖναι, ἕως ἡμέρας ἑπτά, μετὰ δὲ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας, ἐβόησεν ἐκ τοῦ λάκκου λέγων, «ἀναγάγετὲ με ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ὑποδείξω ὑμῖν τὸν τόπον ἐν ᾧ ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη, καὶ ποῦ κεῖται ὁ Σταυρὸς αὐτοῦ, καὶ μὴ εἰδώς τὸ ἀσφαλὲς αὐτοῦ ἦρε δὲ τὴν φωνὴν αὐτοῦ, τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ εὐχόμενος καὶ λέγων (ἀκραή, ἀκραβί, μιλασφίν, ἀδανοί, ἐλοί, λαμογδῶδ, κορφέν, ἀζαζία, φαθιοῦ, βαρουχί, βαρουχάτ, ἐλοεχέρ, μαρό, ἀβραξιό, ἀθηθάλ, ἀμοῦρ, μελμουά, ἀχθαΐ, βιρορό, βαερμοῦν, καθολά, δαβλά, βελμὸν σεσενγιδά, ἰσραήλ, ἀμίν.)
Ὃ ἔστιν «ὁ Θεὸς ὁ αἰὠνιος, ὁ ποιήσας τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἰδίαν καὶ ὁμοίωσιν, ὁ σπιθαμῇ μετρήσας τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν δρακὶ κατέχων ὁ ἐπὶ ἅρματι χερουβείμ καθεζόμενος, καὶ αὐτὰ εἰσινεχόμενα, ἀερίοις δρόμοις. Ὁ Θεὸς ὁ ἐν φωτὶ ἀμετρήτῳ ὤν, ὅπου ἀνθρωπίνη φύσις παρελθεῖν οὐ δύναται, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ εἰσὶν εἰς ὑπηρεσίαν, ἓξ ζῶα ἑξαπτέρυγα, ἅτινα λειτουργοῦντα ἀκαταπαύστῳ φωνῇ λέγοντα «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος» ἅτινα καὶ Χερουβείμ καλοῦνται, τὰ δὲ δύο ἔθου ἐν τῷ Παραδείσῳ φυλάττει τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἅτινα Σεραφείμ καλοῦνται. Σὺ γὰρ δεσπόζεις πάντων «ὁ τοὺς ἀπειθείσαντας ἀγγέλους βυθῷ ταρτάρῳ παραδώσας, καὶ αὐτοὶ εἰσὶν ὑπὸ τὰ ἐντυπώματα τῶν μοχλευμάτων, ὑπὸ ὀσμὴν δρακόντων κολαζόμενοι, καὶ τῷ σῷ προστάγματι ἀντειπεῖν οὐ δύνανται· σὺ γὰρ δεσπόζεις τῶν τε ἐν οὐρανῷ, τῶν τε ἐπὶ γῆς, ὅτι σὸν ποίημα ἐσμέν. Καὶ τανῦν Δέσποτα Κύριε Παντοκράτωρ εἰ θέλημα σὸν ἐστὶ Βασιλεύειν τὸν υἱὸν Μαρίας, τῆς καλῆς περιστερᾶς, τὸν ἐκπεμφθέντα ὑπὸ σοῦ - εἰ μὴ γὰρ ἔκ σου οὐκ ἦν, οὐκ ἂν τοσαῦτας δυνάμεις ἐποίησεν, καὶ εἰ μὴ σὸς παῖς ἦν οὐκ ἂν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ποίησον ἡμῖν τὸν σὸν τεράστιον τοῦτον, καὶ ὡς ἐπήκουσας τοῦ θεράποντος σου Μωϋσῆ, καὶ ἀνέδειξας αὐτῷ τὰ ὀστὰ τοῦ ἀδεφλοῦ ἡμῶν Ἰωσήφ, ὄντα ἐν κρυπτῷ, οὕτω καὶ νῦν Κύριε ἀνάδειξον ἡμῖν τον κεκρυμένον σου θησαυρόν, καὶ ἔνθα ἀπόκειται ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ σου, ἐκ τοῦ τόπου ἐκείνου καπνὸν εὐωδίας κέλευσον ἀνελθεῖν, ἵνα κἀγὼ ἀναμφιβόλως πιστεύσω τῷ ἐσταυρωμένῳ Κυρίῳ. Ὅτι αὐτὸς ἐστὶν Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ταῦτα δὲ εὐξαμένου τοῦ Ἰούδα, ἐσείσθη ὁ τόπος καὶ πλῆθος καπνοῦ ἀρωμάτων εὐωδίας, ἀνέβη ἐκ τοῦ τόπου, καὶ εἰπεῖν, «ἐπ᾿ ἀληθείας Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ ἐξελθὼν ἐκ τῆς ἀμώμου καὶ Ἁγίας Παρθένου Μαρίας· εὐχαριστῶ σοι Κύριε, ὅτι ἀνάξιον ὄντα με, κατηξίωσάς με τῆς χάριτός σου. Δέομαί σου Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀμνησικάκισον ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις μου, καὶ συγκαταρίθμησόν με μετὰ τοῦ Πρωτομάρτυρός σου Στεφάνου, διότι κἀγὼ γένος αὐτοῦ εἰμί». Καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰούδας λαβὼν ὀρυκτῆρα, καὶ διαζωσάμενος ὥσπερ ὁ γενναῖος Ἀβραάμ, ἤρξατο ὀρύγειν μετὰ καὶ ἄλλου πλήθους, καὶ ὀρύξαντες ὀργυιὰς εἴκοσι, εὗρον τρεῖς Σταυροῦς κεχωσμένους, οὓς ἀνελόμενοι ἀπήγαγεν εἰς τὴν πόλιν. Ἦσαν δὲ ἐκδεχόμενοι τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἰδοὺ ὥρα ἦν ὡς ἐνάτῃ καὶ ὑπέδειξαν τοὺς τρεῖς Σταυροὺς τῇ μακαρίᾳ Ἑλένῃ, ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα εἶπεν, πῶς γνώσομαι ποῖος Σταυρὸς ἐστὶν τοῦ Χριστοῦ μου. Ἰούδας λέγει «ἐν τῷ Σταυρῷ ᾧ ἐπίστευσας, φωτισάτω σε καὶ ἀποκαλυψάτω σε, καὶ θεασάμενος ὁ Ἰούδας κλίνην ἐν ᾗ ἐξεκομίζετο νεανίσκος νεκρός, πνεύματι ἁγιῳ πλησθείς, κατέσχε τὴν κλίνην, καὶ ἐπέθηκε χαμαὶ θεῖναι καὶ ἐπέθηκε τοὺς δύο Σταυρούς, ἕνα πρὸς ἕνα καὶ οὐκ ἀνέστη.
Ὅτε δὲ ἦλθεν ἐπὶ τῷ τρίτῳ Σταυρῷ εὐθέως ἀνέστη ὁ νεανίσκος, καὶ ἀφανερώθη ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ δὲ τῶν Ἰουδαίων,θεασάμενοι ἀναστάντα τὸν νεκρόν, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Τότε ἐγένετο φωνή, ἀγανακτήσαντος τοῦ Διαβόλου, καὶ λέγοντος «τὶς ἐστὶν ὁ μὴ ἐῶν με δέχεσθαι τὰς τῶν ἀνθρώπων ψυχάς; Ὦ Ἰησοῦ Ναζαρηνέ, πάντας εἵλκυσας εἰς ἑαυτόν· πάλιν τὸ ξύλον σου κατ᾿ ἐμοῦ ἐφάνη; Ὦ Ἰούδα τὶ ἐποίησας; πρῶτον μέν διὰ Ἰούδα τοῦ προδότου τὸν λαὸν ἁμαρτῆσαι ἐποίησα, καὶ νῦν διὰ σὲ Ἰούδα ἐντεῦθεν διώκομαι; Εὗρον κἀγὼ τὶ ποιήσω, ἐγείρω ἕτερον Βασιλέα, ὅστις τὰς ἐμὰς ἐντολὰς μέλει πράττειν, ἵνα καταλείψω τὸν ἐσταυρωμένον καὶ σὲ παραδώσωσι ποικίλαις τιμωρίαις, ἵνα τιμωρούμενος, δυνήσει τόν Ἐσταυρωμένον ἀρνήσασθαι·
τότε ὁ Ἰούδας ἐμβρισάμενος τῷ ἀκαθάρτῳ πνεύματι εἶπεν: «Ὁ τοὺς νεκροὺς ἐγείρας Ἰησοῦς Χριστός, κατακοντίσαι σε εἰς τὴν ἄβυσσον τοῦ πυρός, τὴν ἐσχάτην καὶ δεινὴ κόλασιν, εἰς τὸ σὸν οἰκητήριον, καὶ ταῦτα ἀκούσας ὁ διάβολος, ἀφανὴς ἐγένετο, ἡ δὲ μακαρία Ἑλένη ἐθαύμασε τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν τοῦ Ἰούδα καὶ μετὰ πολλῆς τέρψεως καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ πολλῆς ἀσφαλείας, ἐκόσμησεν τὸν Τίμιον Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ χρυσίῳ τε καὶ λίθοις τιμίοις, καὶ ποιήσασα γλωσσόκομον ἀργυροῦν, ἠσφαλίσατο αὐτὸν ἐν αὐτῷ, ἐνδόξως τε καὶ ἐντίμως καὶ οἰκοδομήσασα ἐκκλησίαν ἐν τῷ τοῦ κρανίου τόπῳ, ἀπέθετο ἐν αὐτῇ φυλάττεσθαι τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Τὸν δὲ Ἰούδαν λαβόντα τὸ λουτρὸν τῆς ἐν Χριστῷ πίστεως, παρέθετο αὐτόν, τῷ κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν Ἐπισκόπῳ. Ἔτι δὲ τῆς μακαρίας Ἑλένης διαγούσης ἐν Ἰερουσαλήμ, ἐγένετο τὸν ὅσιον Ἐπίσκοπον Ρώμης Εὐσέβιον τοὐνομα, κατέστησε τὸν Ἰούδαν ἐν Ἱεροσολύμοις Ἐπίσκοπον τοῦ ἡγεῖσθαι τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, μετονομάσασα ἡ μακαρία Ἑλένη τὸν Ἰούδαν Ἐπίσκοπον Κυριακὸν καλεῖσθαι, καὶ αὐτὴ παιδευθεῖσα καὶ διδαχθεῖσα τὴν ἐν τῷ νόμῳ δύναμιν, τῆς τε νέας διαθήκης τοῦ Χριστοῦ τὰ διδάγματα· μεμνημένη δε καὶ τῶν ἁγίων προφητῶν τὰς φωνάς, ἔτι προστίθεται ἀναζητῆσαι καὶ τοὺς ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ προσπαγέντας ἥλους, ἐν οἷς οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τὸν Σωτῆρα προσήλωσαν. Δευτέρας δὲ ἀναζητήσεως γενομένης, ἔφη ἡ μακαρία Ἑλένη πρὸς τὸν Ἰούδαν τὸν Κυριακὸν μετονομασθέντα. Τὸ μέν περὶ τοῦ ξύλου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ἐπιθυμία μου πεπλήρωται· ἡ δὲ περὶ τῶν ἐν αὐτῷ Σταυρῷ παγέντων ἥλων, δεινὴ μοι ἔγκειται λύπη, διὸ οὐ ἠρεμήσω μέχρις ἄν, καὶ περὶ τούτων πληρώσοι μοι ὁ Κύριος τὴν ἐπιθυμίαν· προσθέμενὸς μοι καὶ περὶ τούτου, δεήθητι τοῦ Κυρίου» Ὁ δὲ ὅσιος Κυριακὸς ὁ Ἐπίσκοπος, παραγενόμενος εἰς τὸν κρανίου τόπον ἅμα πλειόνων ἀνδρῶν, ἐφ᾿ οἷς τῶν εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πιστευσάντων, διὰ τῆς τοῦ Σταυροῦ ἀνευρέσεως, καὶ τῆς τοῦ νεκροῦ ἀναστάσεως ἀνατείνας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὰς χεῖρας ἐν τῷ στῆθι κρούων, ἐβόησε λέγων, ἐξομολογοῦμαι σοι Κύριε ἐπὶ τῇ προτέρᾳ μου, ἀγνοίᾳ, μακαρίζων δὲ πάντας τοὺς εἰς τὸν Κύριον πιστεύοντας ἐπὶ πολὺ δὲ προθέμενος τὴν εὐχὴν αὐτοῦ, τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ, ἐπὶ τῷ φανερωθῆναι αὐτῷ καὶ τοὺς ἥλους τοὺς ἐν τῷ Σταυρῷ παγέντας καὶ ταύτην τὴν αἴτησιν καθ᾿ ἅ καὶ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὅ καὶ ἐγένετο· ἱκανῆς δὲ ὥρας γενομένης ἐπὶ τῆς εὐχῆς, εἶπε τὸ ἀμήν. Ἐγένετο δὲ τὸ σημεῖον, ὅ καὶ οἱ παράνομοι εἶδον, ὥσπερ γὰρ ἀστραπῆς φέγγγος, ἤστραψεν ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ, ἔλαμψαν δὲ καὶ οἱ τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, ὡς πάντας ἀδιστάκτως λέγειν, νῦν ἔγνώκαμεν εἰς τίνα πεπιστεύκαμεν, οὕς μετὰ πολλῆς εὐσεβείας προσήνεγκεν ὁ ἐπίσκοπος, τῇ θεοφιλεστάτῃ Ἑλένῃ, ἡ δὲ θεασαμένη τούτους, κλίνασα τὰ γόνατα καὶ τὴν κεφαλὴν κάμψασα μετὰ πολλοῦ φόβου προσεκήνυσεν αὐτούς, «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, ὅτι οὐ παρεῖδε τὴν ἐμὴν δέησιν, πολλήν τε φροντίδα εἶχεν, τὶ ποιῆσαι τοὺς ἥλους.
Ἡ οὖν τοῦ Θεοῦ Σοφία, ὑπέβαλεν ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῆς, τοῦ ποιῆσαι μεγάλην σωτηρίαν, ταῖς μελλούσαις γενεαῖς καὶ μετακαλεσαμένη ἄνδρα πιστὸν καὶ ἐπιστήμονα, ἔφη πρὸς αὐτόν· «Βασιλέως ἔνταλμα καὶ μυστήριον φύλαξον· λάβε τοὺς ἥλους τούτους, καὶ ποίησόν μοι χαλινὸν τῷ ἵππῳ, ὡς ὁ Βασιλεὺς ἐποχεῖται καὶ ἔσται ὅπλον ἀνίκητον πρὸς πάντας τοὺς ἐχρθούς, νῖκος τοῦ Βασιλέως, καὶ εἰρήνη πολέμου, καὶ λαβὼν ὁ τεχνίτης αὐτούς, πεποίηκεν ὡς προσετάγη. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρῆμα τὸ διὰ τοῦ προφήτου λεχθέν «καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, τὸ ἐπὶ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου τοῦ Βασιλέως, ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, ἡ δὲ μακαρία Ἑλένη, τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν πίστιν κρατήνασα ἐν Ἰερουσαλήμ καὶ πάντα ὁσίως τελέσασα, ἐπέθετο διωγμὸν τοῖς Ἰουδαίοις· καὶ ὅσοι οὐκ ἐπίστευσαν τῷ Σωτῆρι Χριστῷ καὶ ἐξεδιώχθησαν τῆς Ἰουδαίας γῆς, καὶ διεσπάρησαν εἰς πᾶσαν τὴν γῆν καὶ τοσαύτη πίστις ἐδόθη τῷ ὁσιωτάτῳ Ἐπισκόπῳ Κυριακῷ, ὥστε καὶ δαίμονας ἐλαύνει, καὶ νόσους θεραπεύει, καὶ ἄλλα πολλὰ σημεῖα ἐργάζεσθαι. Ἡ δὲ μακαρία Ἁγία Ἑλένη, πολλὰ χρήματα καταλειποῦσα αὐτῷ, εἰς ἐπέσκεψιν τῶν δεομένων καὶ ἐν χαρᾷ μεγίστῃ ὑποστρέψασα ἐν τῇ μεγάλῃ τῶν πόλεων Ρώμῃ πρὸς τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον, τὸν υἱὸν αὐτῆς, ὑπεδέχθη ἐντίμως παρὰ πάσης τῆς πόλεως. Ὀλίγου δὲ παρελθόντος χρόνου ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ· τῷ δὲ Ἐπισκόπῳ τῷ καὶ Ἰούδᾳ ἀνεπαύσατο καὶ αὐτῷ ἐν Κυρίῳ, παραγγείλαντες πάσῃ τοῖς τὸν Χριστὸν σεβομένοις τελεῖν τὴν μνήμην τῆς ἡμέρας ἐν ᾗ εὑρέθη ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν τέσσαρες καὶ δεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, εἰς δόξαν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπειδὴ δὲ χάριτι Θεοῦ, κατηντήσαμεν τῷ λόγῳ εἰς τὴν εὔσημον ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἡμῶν, ἥτις ἐστὶν ἀνάδειξις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, φέρε καθώς οἷον τ᾿ ἐστίν, μικρὰ χαιρετήσαντες τοῦτον, καταπαύσομαι τὸν λόγον. Χαίροις Τίμιε Σταυρέ, χαίροις ὅτι ἐν σοὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὑψώθη οἰκονομικῶς. Ἐν ᾧ εἰσὶ πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς χαρᾶς, ἐν Οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς βραβεύται· Χαίροις Σταυρὲ Τίμιε, ὅτι ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὁ Δημιουργὸς ἐν πᾶσι κτήσει, τὴν εἰκόνα σου ἐζωγράφισε· Χαῖρε Σταυρὲ ἔνδοξε, διὰ σοῦ γὰρ καὶ ἐν πόλεσι, καὶ νήσοις, καὶ ἐν παντὶ ἔθνει, ἐκκλησιὰ ὀρθοδόξων τεθεμελιώνονται· Χαῖρε Σταυρὲ ἔνδοξε, διὰ σοῦ γὰρ πᾶν στόμα πιστὸν εἰς εὐλογίαν ἀνέῳκται· Χαῖρε Σταυρὲ μακάριε, διὰ σοῦ γὰρ ἄγγελοι οὐράνιοι συνανθρώποις ἐπὶ γῆς Χριστὸν ἀνυμνοῦσι· Χαῖρε Σταυρὲ μακάριε, διὰ σοῦ γὰρ ἐν οὐρανοῖς, ἐπίγειοι ἄνθρωποι, ὁμοίως σὺν ἀγγέλοις παρίστανται τῷ Θεῷ, μετὰ ἀνεκλαλήτου χαρᾶς, τὸν ποιητὴν δοξάζοντες· Χαῖρε Σταυρὲ μακάριε διὰ σοῦ γὰρ ὁ Ἀδάμ τῆς κατάρας ἐλευθερωθείς, σκιρτῶν καὶ ἀγαλλιώμενος, ἀπολαύων τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα· Χαῖρε Σταυρὲ ἅγιε, διὰ σοῦ γὰρ πᾶσα διαβολικὴ δύναμις καταβέβληται καὶ πᾶσα δαιμονικὴ ἐνέργεια κατελύθη. Χαῖρε Σταυρὲ ἅγιε, διὰ σοῦ γὰρ ἡ Τριὰς ἁγία καὶ ὁμοούσιος, παντὶ τόπῳ γνωρίζεται, καὶ πιστεύεται, καὶ δοξολογεῖται. Χαῖρε Σταυρὲ ἅγιε, διὰ σοῦ γὰρ πᾶσα ψυχὴ Χριστῷ πιστεύουσα σώζεται. Χαῖρε Σταυρὲ πανένδοξε, διὰ σοῦ γὰρ τὰ ἀναφαίρετα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται καὶ τὶ εἴπωμεν, εἰ τὶ παραλείπωμεν, πῶς ἀνυμνήσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ Δεσποτικοῦ Σταυροῦ; Ὤ ὄνομα Σταυροῦ, ἐν ᾧ τὰ μεγαλεῖα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐγκέκρυπται, ἀγγέλοις αἰδέσιμον καὶ ἀνθρώποις σεβάσμιον. Τί ἐρασμιώτερον ὀνόματος Σταυροῦ, ἢ ἡδύτερον Χριστιανοῖς; Τί δε τούτου ἐνεργέστερον καὶ εἰς θαυματουργίαν;
Σταυρὸς θείας δυναστείας ἐνεργέστερον σημεῖον. Σταυρὸς ἀγγέλων χαρά, καὶ δαιμόνων πένθος. Σταυρὸς ἐκκλησίας θεμέλιος. Σταυρὸς τοῦ παντὸς κόσμου Φωστὴρ ἀειφανὴς καὶ παντοφανής. Σταυρός, τοῖχος ἀκράδαντος καὶ ἀρραγές, καὶ ἀκαταπολέμητον πάσης τῆς οἰκουμένης. Σταυρὸς ἱερέων δόξα, ἱεροπρεπὴς καὶ ἀνεπηρέαστος. Σταυρὸς Βασιλέων κράτος καὶ δυναστεία, καὶ νικητικὸν ὅπλον κατὰ τῶν πολεμίων. Σταυρὸς στρατοπέδων παντευχία, παναλεστάτη, καὶ ἀκατάπληκτος τοῖς ἐναντίοις. Σταυρὸς πόλεων φυλακτήριον, ἀνεπιβούλετον καὶ ἀσκύλευτον. Σταυρὸς λαῶν εὐφροσύνη διηνεκὴς καὶ ἀκατάλυτος. Σταυρὸς διαβόλου πανωλεθρία διηνεκὴς καὶ ἀκατάπαυστος. Σταυρὸς δαιμόνων κατάπτωμα ἐξαίσιὸν τε καὶ αἰώνιον. Σταυρὸς Χριστιανῶν ἐλπὶς βεβαία τε καὶ ἀναιπέσχυντος καὶ ἀμείωτος. Σταυρὸς ἀσθενούντων ἴασις εὐπρεπεστάτη, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων. Σταυρὸς εὐεκτούντων ἀδιάπτωτος ὑγεία. Σταυρὸς χειμαζομένων λιμὴν εὐδιέστατος. Σταυρὸς πολεμουμένων εἰρήνη ἀστασίαστος. Σταυρὸς ὀρθοδόδων καύχημα καυχημάτων, καὶ αἱρετικῶν κατάκρημα ἀκατάπαυστον. Σταυρός, εἰδωλολατρείας κατάλυσις, καὶ εὐσεβείας ἀνόρθωσις. Σταυρὸς παρθενίας διδάσκαλος καὶ σωφροσύνης φύλαξ. Σταυρὸς δικαίων ἀσφάλεια καὶ ἁμαρτωλῶν μετάνοια. Σταυρὸς Μοναζόντων ἐγκαλλώπισμα καὶ σεμνῶς βιούντων εὐκοσμία. Σταυρὸς νηπίων φύλαξ, καὶ νέων σωφρονισμός, καὶ γερόντων στηριγμοῦ βακτηρία. Σταυρὸς πτωχῶν ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ πλουσίων αὐταρκείας διδάσκαλος, πεπλανημένων ὁδός, καὶ ἀπολλωμένων ἀπλανὴς ὁδηγός. Σταυρὸς ἐθνῶν εὐταξία, καὶ παντὸς τοῦ κόσμου βαθυτάτη γαλήνη, καὶ τὶ εἴπωμεν, εἰ τὶ παραλείπωμεν, εἰ πῶς ἀνυμνήσωμεν πανένδοξε Σταυρέ; ὅτι σὲ μόνον ἀπὸ πάσης κτίσεως, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἀνέδειξεν ὅπλον ἀήττητον κατὰ τοῦ διαβόλου, καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Διὸ μακάριοι ἐσμέν πάντες οἱ καταξιωθέντες τὴν ἀξίαν ἰδεῖν ἡμέραν τῆς σοῖς ἀναδείξεως. Σὺ τῶν προφητῶν τὸ κήρυγμα, περὶ σοῦ γὰρ ἀγαλλιώμενοι, ὡς ἡμέραι, κελαδοῦσι λέγοντες πρὸς τὸν Θεὸν «ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου. Σὺ εἶ τὸ καύχημα τῶν ἀποστόλων, ἀδιαλείπτως γὰρ βοῶσιν ἐν ἐκκλησίᾳ ἁγίᾳ δι᾿ ἑνὸς αὐτῶν ἱεροκήρυκος. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχάσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὺ καὶ τῶν μαρτύρων στέφανος, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ τὸν Σταυρὸν ἄραντες, ἠκολούθησαν τῷ Κυρίῳ. Σὺ τὸ καύχημα καὶ τὸ ἀγαλλίαμα, τῶν ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις, καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς κατοικούντων διὰ τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι καὶ αὐτοὶ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Σὺ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν κακρὰν ἀναψυχὴ καὶ ἀνάπαυσις. Ὤ τῆς ἀνεκλαλήτου χάριτος τοῦ Δεσποτικοῦ Σταυροῦ. Ὤ τῶν ἐν αὐτῷ ἀκαταλήπτων μυστηρίων, καὶ ἵν᾿ εἴπω κἀγὼ ἐκστατικὸν τι μετὰ τῆς ἱερᾶς σάλπιγγος. Ὤ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεός, ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῖς, παρὰ γὰρ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς νεκρωθέντες, παρὰ τῶν ξύλῳ τῆς κατακρίσεως ἐζωοποιήθημεν. Διὰ τὴν ἄμετρον χάριν, τοῦ σεσωκότος Δεσπότου. Δέον ἡμᾶς τὴν πανέορτον ταύτην ἑορτήν, συστήσατε ἐν τοῖς πυκάζουσι «ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. Πυκάζοντα δέησιν ὡς φασὶν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, τὰ ἐξ ἀμελείας εἰ παλαιότητος ρυπωθέντα, ἢ τὰ ἐξ ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς, πάλιν ἐπὶ τὸ τιμαλφέστερον μεταακοσμούμενα εἰς εὐφροσύνην καὶ τέρψιν τῶν εὐωχηθησομένων, ἐν γάμοις ἢ ἐν ἑτέρᾳ τινὶ θυμηδία. Διατεθῶμεν τοίνυν ὡς προστετάγμεθα, καὶ τὴν συμβᾶσαν ἡμῶν ἐκ ραθυμίας τῷ συνειδότι ἀπεκδυσάμενοι ἀηδίαν, τὴν φαιδρὰν ταύτην καὶ πάνσεπτον ἡμέραν, τῆς τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μνήμης ἐπιτελέσωμεν· ἐλεημοσύναις καὶ πίστει, καθώς φησὶν ἡ Γραφή, ἀποκαθαίρονται αἱ ἁμαρτίαι καὶ παρρησίαν ἐν εὐλαβείᾳ κεκοσμημένην ἀναλαβόντες, καὶ ἄραντες ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ Σταυροῦ, τὸν δωρηθέντα ἡμῖν οὐρανόθεν εἰς παῦσιν πάσης ὀργῆς, ἀγγελικὸν ὕμνον συνήθως πρὸς τὸν Θεὸν βοήσωμεν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος ἐλέησον ἡμᾶς. Ἁγία Τριὰς ἀκατάληπτε, ἀπεριόριστε, ἀνεκφύτητε, ὁμοούσιε καὶ ὁμόθρονε, καὶ ὁμοάχρονε, καὶ ὁμόδοξε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου τοῦ ἁγίου. Καὶ δὸς ἡμῖν εὐρεῖν ἔλεος καὶ οἰκτιρμοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀνταποδόσεως σου τῆς δικαίας. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν καὶ σοὶ πρέπει τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, μεγαλοσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία παντὸς αἰῶνος καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: «ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΕΠΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙΣ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ», users.uoa.gr/~nektar/)
Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του ΄Αννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός». Και για την μητέρα του Άννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα: «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του Αγίου Κυριακού, Άννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα και ξεσθεῖσα ετελειώθη». Και λίγα για τον βίον του:
«Ο Άγιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον Άγιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό Άγιος, όμως, αρνήθηκε αποφασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλιανού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδεκαθέου». Ύστερα διέταξε να ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολογούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβαλαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανισμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστιανή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον Άγιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του.»
Η ανεύρεση και ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που είναι η σημαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους ’γιους Τόπους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κωνσταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξαφανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευνες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιεροσόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την τοποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρτο», αυτό, που λέγεται και σήμερα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχίσουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμένων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μοναδική και πανίερη. Καθάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποιος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρισκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός θα θεράπευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβαλαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέχεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πατριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι' αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτάζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορτάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού διασώζεται στον ’γιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνολον της ανθρωπότητας, ανεξαρτήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διότι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και ’γιος Μάρτυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:
«Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.» ( Λουκ. ΚΓ' 34)
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε:
«Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι' αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν.»
(Πηγή: από την εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», «Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ», Π. Μ. Σωτήρχου, Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005, Αποστολική Διακονία)
Το άγαλμα της Αγίας Ελένης που κρατά τον Τίμιο Σταυρό στο
Σπήλαιο της Εύρεσης του Τιμίου Σταυρού (Ναός της Αναστάσεως, Ιεροσόλυμα)
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ
Τα δημόσια Οικοδομήματα του Πασχαλίου Χρονικού εξηγήθηκαν εικαστικά (καλλιτεχνικά) από τον πατέρα Germer Durand.[1] Αυτός έκανε την υπόθεση ότι το τετράνυμφο θα είναι η πηγή του Σιλωάμ, η οποία έχει μνημονευθεί από τον προσκυνητή των Βορδιγάλλων ως «quadriporticus», δηλαδή ως τέσσερις περίστυλοι. Ασφαλώς, υπάρχει η βεβαίωση ότι ο Αυτοκράτορας στην περιοχή του Ιουδαϊκού ναού ανήγειρε ναό του Καπιτωλίου Διός και έστησε μέσα σε αυτόν ένα άγαλμά του.[2] Ο προσκυνητής των Βορδιγάλλων (333) λέει ότι είδε δύο αγάλματα του Αδριανού(;). Αυτή η άποψη αποδείχθηκε αργότερα λανθασμένη, αλλά πρόλαβε να παγιδεύσει και τον ίδιο τον Γερμανό καθηγητή της Βόννης Krafft, ο οποίος από την επιγραφή που υπήρχε συμπέρανε ότι η πύλη σε εκείνο το σημείο ήταν έργο του Αδριανού. Και ο A. Thierry κατά τον ίδιο τρόπο υποστήριξε ότι τα δύο αγάλματα είναι του Αδριανού[3].
Πολλοί θεωρούν ότι άδικα τα δύο αγάλματα αποδόθηκαν στον Αδριανό. Το ένα από αυτά τα δύο παριστάνει τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, διότι από έξω από τον περίβολο του Haram-ech-Cherif προς τα δεξιά και απέναντι από την πύλη της κάτω πλευράς του El-Aksa φαίνεται στο τείχος επιγραφή, η οποία αποτελεί μέρος της βάσης του αγάλματος:
TITO AEL. HADRIANO
ANTONINO AVG. PIO
P. P. PONTIF. AVGVR.
D. D.
Αυτή η επιγραφή σημαίνει: «προς τιμή του Αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτου Αιλίου Αδριανού Αντωνίνου Αυγούστου του Ευσεβούς, Πατέρα της Πατρίδος, Ποντίφικα, Προφήτη με απόφαση των βουλευτών»[4].
Από τους "θεούς", εκτός από τον Δία, λατρεύονταν ο Βάκχος, ο Σέραπις, οι Διόσκουροι και η Αφροδίτη. Δεν είναι, όμως, γνωστό πότε εισήχθη η λατρεία αυτών των θεών, αλλά είναι αναμφίβολο ότι αυτοί εδώ οι ναοί υπήρξαν πράγματι στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος λέει ότι στους Αγίους Τόπους ασεβείς άνδρες έστησαν άγαλμα στην Αφροδίτη, ενώ ο Νικητής Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων γράφει ότι στον ιερό τόπο υπήρχε απρεπέστατο άγαλμα. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Αλέξανδρος ο Μοναχός, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν το χρόνο της ίδρυσης αυτού του αγάλματος. Μόνο ο Ιερώνυμος γύρω στα 395[5] λέει ότι από τον Αδριανό μέχρι τον Κωνσταντίνο υπήρχε άγαλμα του Δία στον τόπο της Αναστάσεως και της Αφροδίτης πάνω στον Γολγοθά. Τελευταία ερευνήθηκε από το Αγγλικό Παλαιστινολογικό τύπο η άποψη ότι μετά την καταστροφή από τον Τίτο, οι ειδωλολάτρες στην Ιερουσαλήμ ανήγειραν ναό της Αστάρτης στη θέση του Παναγίου Τάφου[6].
Για αυτό το γεγονός υπάρχει η ένσταση, την οποία τονίζει ο Crome και άλλοι σε υπερβολικό βαθμό, ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν ίδρυαν τους ναούς τους στους τόπους των θανατικών τους εκτελέσεων, τους οποίους η θρησκευτική συνείδηση θεωρεί ανόσιους και βέβηλους[7].
Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος του Γολγοθά δεν ήταν ούτε εκ φύσεως ούτε από το νόμο ένας τόπος θανατικών εκτελέσεων∙ απλά, εκεί συνέβη η σταύρωση του Χριστού και των ληστών. Έπειτα, όμως, όταν αυτή η τοποθεσία συμπεριλήφθηκε στην πόλη με τα νέα τείχη του Αδριανού, θεωρήθηκε ότι ήταν ιερή και από τους ίδιους τους ειδωλολάτρες, χωρίς να επηρεάσει τις προλήψεις τους το μεμονωμένο γεγονός της σταύρωσης. Εκτός από αυτό, ο Γολγοθάς, από τη σταύρωση του Κυρίου και εξής, δεν είναι πλέον φρικτό ξύλινο κατασκεύασμα των κακούργων. Εδώ, στον Γολγοθά, σβήνει η κάθε αμαρτία, πηγάζει η σωτηρία και γι' αυτό στη χριστιανική συνείδηση θεωρείται μεγαλοπρεπές και συγχρόνως σεμνό θυσιαστήριο. Αυτό που είναι σιχαμερό για τον ειδωλολάτρη και τον Ιουδαίο γίνεται ποθητό και τίμιο για τον Χριστιανό.[8] Γι' αυτό ο Γολγοθάς από τη στιγμή της σταύρωσης είναι ο πιο ιερός τόπος. Η αντιπάθεια, από την άλλη, των ειδωλολατρών προς τους χριστιανούς, κάλλιστα θα μπορούσε να εξηγήσει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού στον Γολγοθά. Και η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τη μετατροπή των ειδωλολατρικών ναών σε εκκλησίες και των εκκλησιών σε τεμένη. Ο Ρουφίνος (345-410) λέει[9] ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στήθηκε εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, ώστε οι χριστιανοί, οι οποίοι τιμούσαν αυτόν τον τόπο, αντί να αποδίδουν τη λατρεία στον Χριστό, να την αποδίδουν στην Αφροδίτη. Ο Παυλίνος από τη Νώλη (353-431) γράφοντας προς τον Σεβήρο[10] λέει ότι ο Αδριανός, επειδή ήθελε φανερά να σβήσει τη Χριστιανική πίστη με την εξαφάνιση των αγίων Τόπων, έστησε άγαλμα του Δία εκεί. Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (363-420) αναφέρει ότι τα αγάλματα των δαιμόνων ήταν στο ναό, εκεί όπου ο Κύριος έζησε τα πάθη Του. Ο Αμβρόσιος (340) στον ψαλμό XLVII (47) αναφέρεται στον Γολγοθά λόγω του αγάλματος της Αφροδίτης «Venerarium»[11] που υπήρχε εκεί.
Την ύπαρξη τέτοιων ναών στο μέρος αυτό, εκτός από τις ιστορικές ενδείξεις που έχουν μνημονευθεί παραπάνω, πιστοποιεί και η νομισματική.[12] Άλλωστε και η ίδια η λέξη Γολγοθάς που συγγενεύει με το κοσμητικό επίθετο Calva της Αφροδίτης υποδηλώνει κάποια παρόμοια σύνδεση με το Καπιτώλιο. Αυτή η λέξη παράγεται από το caput: κεφάλι και το Olus ή Tolus και σημαίνει κεφάλι του βασιλιά Όλου ή Τόλου που ανακαλύφθηκε στην κορυφή του Καπιτωλίνου λόφου στη Ρώμη, όταν τέθηκαν εκεί τα θεμέλια του ναού του Δία. Επομένως, και οι δύο λέξεις Καπιτώλιο και Γολγοθάς έχουν την ίδια σημασία και μπορούμε να πούμε ότι το Καπιτώλιο της Ιερουσαλήμ ήταν ο Γολγοθάς[13].
Στον Καπιτωλίνο λόφο υπήρχε και ναός της Καπιτωλίνης Αφροδίτης ή της Συριακής Αστάρτης και ονομαζόταν Venus Victrix ή Calva, απ' όπου παράγεται το Calvaria που εξηγείται με τη λέξη Γολγοθάς. Αλλά ας επιμείνουμε πιο πολύ στην ετυμολογία. Στην Ανατολή η Αφροδίτη λατρευόταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στους Γολγούς, πόλη που πήρε το όνομά της από τον Γόλγο, γιο της Αφροδίτης, που απέκτησε με παράνομο γάμο. Κατά τον Sepp[14] η πόλη ονομάστηκε έτσι από το κωνοειδές σχήμα Heb; galgal golgol, το οποίο σχήμα πρωταγωνιστεί στις τελετές που είναι συνδεδεμένες με τη λατρεία της Αφροδίτης, την οποία αποκαλούν «γολγών άνασσα» (=βασίλισσα των γολγών).
Από τους νεότερους ερευνητές ο Mommert υποστηρίζει τη γνησιότητα του Γολγοθά ως εξής:
«Αναμφισβήτητα ήταν γνωστή η τοποθεσία του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου στους ανθρώπους που ζούσαν κατά το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, είτε ήταν φίλοι Του είτε εχθροί Του. Αυτό το μαρτυρούν ο Ιωάννης με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, και τις ευσεβείς γυναίκες που στέκονταν δίπλα στον Σταυρό, οι βρισιές κατά του Χριστού από τους εχθρούς Του, η Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, η φρουρά γύρω από τον Τάφο και η επίσκεψη του Πέτρου, του Ιωάννη και των ευσεβών γυναικών στην περιοχή, όπως διηγείται το ιερό Ευαγγέλιο.
Από αυτούς τους σύγχρονους, βέβαια, πολλοί ακόμα ζούσαν, όταν μετά από δέκα περίπου έτη από τον Σταυρικό θάνατο του Σωτήρα η πόλη επεκτάθηκε με το τείχος του Αγρίππα και περιέλαβε μέσα και τον Γολγοθά. Μερικοί επέζησαν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο γύρω στο 70 μ. Χ. Σχετικά με έναν Συμεών, γιο του Κλεόπα, που κατέλαβε την επισκοπική έδρα των Ιεροσολύμων το έτος 64, γνωρίζουμε ότι έζησε μέχρι την ηλικία των 129 ετών και πέθανε μαρτυρικά το 108, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Έτσι η μαρτυρία των συγχρόνων του Ιησού Χριστού φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του δεύτερου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την επέκταση της πόλης και της επισκευής του επονομαζόμενου τρίτου τείχους του Αγρίππα, η μνήμη των αγίων Τόπων δεν έσβησε, καθώς ο Γολγοθάς βρισκόταν κοντά στο αποκαλούμενο δεύτερο τείχος και κοντά στις πύλες της πόλης, και οι οικοδομές που βρίσκονταν στο μέρος αυτό θα δυσκόλευαν την υπεράσπιση της πόλης. Στον Γολγοθά μέχρι και τη βασιλεία του Αδριανού δεν κτίστηκε κανένα οικοδόμημα, όπως συμπεραίνεται από το ότι ο Αδριανός, όταν έχτισε τα οικοδομήματα εκεί το 135, δεν κατεδάφισε κανένα κτίριο.
Αναμφισβήτητο είναι και ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο δεν μπόρεσε να σβήσει τη μνήμη των αγίων Τόπων. Σύμφωνα με εξήγηση των Ρωμαίων, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, κατά το 367 πληροφορεί ότι μετά την αναχώρηση του Τίτου η χριστιανική κοινότητα επανήλθε και πάλι στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στα ερείπια της πόλης.
Αναμφισβήτητο είναι και το ότι το 135, όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός, μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του Βαρ Κοχέβα, ίδρυσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ιουδαϊκής Ιερουσαλήμ τη Ρωμαϊκή αποικία Αιλία, οι άγιοι Τόποι του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ήταν καλά γνωστοί και οι χριστιανοί τους τιμούσαν∙ διότι διαφορετικά οι ειδωλολάτρες δε θα έστρεφαν την προσοχή τους στο μέρος αυτό και δε θα το μόλυναν με την ίδρυση ιερού της Αφροδίτης. Αναμφισβήτητο ακόμη είναι ότι οι χριστιανοί δεν ξέχασαν τους αγίους Τόπους, και όταν ακόμη δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν εκεί. Οι πιστοί πραγματοποιούσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να καταγίνονται με τους αγίους Τόπους, όπως γίνεται φανερό από τους συγγραφείς Τερτυλλιανό, Ωριγένη, Κυπριανό, Αθανάσιο και Ιερώνυμο. Αλλά και πολλοί σκεπτικιστές συγγραφείς παραδέχονται ως δυνατή τη μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου διάσωση της παράδοσης σχετικά με την τοποθεσία των αγίων Τόπων. Διότι πράγματι, εάν εξαφανιζόταν κάθε αναφορά σχετικά με τον Γολγοθά, πώς θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να γράψει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να στολίσει με οικοδόμημα το γνωστό άγιο Τόπο; Επομένως, η τοποθεσία του Γολγοθά ήταν τότε πολύ γνωστή σε όλους[15].»
Από την όλη έρευνα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η γνησιότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό και βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διαφύλαξε άθικτη και αμιγή τη χριστιανική αλήθεια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Echos d' Orient 1904 σελ.. 65-71. Revue Biblique I. σελ. 369-387. Περισσότερα για την Αιλία βλέπε Deyling's de Aeliae Capitolinae orig. et historia. Munter's History of the Jewish war under Trajan and Hadrian. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην Bibliotheca Sacra του Robinson σελ. 393-455.
[2] Δίων Κάσσιος LXIX, 12.
[3] Ο Άγιος Ιερώνυμος, μετάφραση Νικ. Ι. Σταματιάδου, Σάμος 1893, σελ. 168.
[4] F. de Saulcy, Jerusalem, Paris 1882 σελ. 87-88.
[5] Epist. 49 ad Paulin.
[6] The camp of the tenth Legion at Jerusalem and the city of Aelia από τον W. Wilson στο Pal. Exp. Fund 1905, σελ. 138-144.
[7] Coquerel, Topographie de Jerusalem σελ. 130-131.
[8] Η μεταβολή αυτή υπενθυμίζει πολύ φυσικά το «απομάκρυνε τους άθεους» του ιερού Πολυκάρπου και τη δύναμη του Ωριγένη. Στους ειδωλολατρικούς ναούς υπήρχε η συνήθεια να μοιράζονται κλαδιά από φοίνικα∙ ο Ωριγένης, αφού πήγε με τη βία σε ειδωλολατρικό ναό και μοίρασε τέτοια κλαδιά, είπε αμέσως: « Ελάτε να πάρετε όχι το κλαδί των ειδώλων, αλλά το βλαστό του Χριστού» (Επιφαν. αιρεσ. 1, 64).
[9] Εκκλησ. Ιστορ. X, 7.
[10] Epist. XXXI.
[11] «Dominus secundum coeli tractum in Venerario passus est, qui erat locus in parte aquilonis».
[12] F. de Sauley, Jerusalem, Paris 1882. Πρβλ. de Sauley Num. de la Terre Sainte σελ. 374. Palestine Exploration Fund 1903 σελ. 242.
[13] Pal. Explor. Fund 1902 σελ. 67-70.
[14] Das heilige Land I, 419.
[15] C. Memmert, Golgotha, 4-10∙ πρβλ. Νέα Σιών 1914, 33.
(Πηγή: «Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ», Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή, Αγία Σιών, Τεύχος Δ', Ιεροσόλυμα, 1928, σελ. 193, Φιλολογική επιμέλεια για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Τερζή Όλγα, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Το Σπήλαιο της Εύρεσης του Τιμίου Σταυρού στον
Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα (με το κόκκινο βέλος)
Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη και η σιωπή των πηγών
Όπως γράφει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καλοκύρης, την παράδοση για την εύρεση του Σταυρού από την αγία Ελένη την γνωρίζει ο ιστορικός Σωκράτης στις αρχές του 5ου αιώνος, σημειώνοντας ότι 'η βασιλέως μήτηρ Ελένη εις τα Ιεροσόλυμα παραγενομένη τον Σταυρόν του Χριστού εύρε' (Εκκλησιαστική 'Ιστορία, Α', κεφ. δ'. P.G. 67, 112 κ.έξ.).
Έπίσης την ίδια εποχή την γνωρίζουν οι ιστορικοί Σωζομενός (Εκκλ. Ιστορία, 4, Β' κεφ. α'. P.G. 67, 929) και Θεοδώρητος (Εκκλ. Ιστορία, κεφ. ζ'. P.G. 82, 351) ενώ την φέρνουν στη Δύση, την ίδια περίοδο (τέλος του 4ου αρχές του 5ου αι.) ο Ιερώνυμος (P.L. 21, 641), Ρουφίνος (P.L. 21, 475), Παυλίνος, επίσκοπος Νόλας (P.L. 61, 317), Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) κ.ά. [...] Ότι λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός επί της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου παραδίδεται ως γεγονός από τις πηγές. Το διάστημα τώρα που μεσολαβεί από την εμφάνιση της παράδοσης ότι τον βρήκε η αγία Ελένη, είναι περίπου 50-60 χρόνια. Άρα οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας που ζούσαν τότε θα γνώριζαν άμεσα και ασφαλώς (όπως βέβαια και ο σύγχρονος τους λαός) το πότε, και από ποιόν βρέθηκε το (γενόμενο δεκτό) ξύλο του Σταυρού και ασφαλώς δεν θα συνηγορούσαν σε μια ψευδή πληροφορία σχετικά με το πρόσωπο που το έφερε στο φως. [...] η αντικειμενικότητα απαιτεί (και γενικότερη διαμόρφωση της παγκόσμιας Ιστορίας επιβάλλει) να υπομνήσουμε ότι, και στην προκειμένη περίπτωση, η σιωπή των πηγών που ήταν σύγχρονες με την μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, δεν αποτελεί και τελειωτική απόδειξη (argumentum e silentio) κατά της εύρεσης του Σταυρού από την Αυγούστα. Η ισχυρή και έντονη παράδοση η οποία την συνδέει με τον Τίμιο Σταυρό από το τέλος του 4ου αιώνος, δεν επιτρέπεται να παραθεωρηθεί για κανένα λόγο.
(Πηγή: «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός», Καλοκύρης Κωνσταντίνος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 104-106, Η Λειψανοθήκη)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.
Κοντάκιο
Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστὲ ὁ Θεός. Εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου, τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς, κατὰ τῶν πολεμίων· τὴν συμμαχίαν ἔχοιεν τὴν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.
Πηγή: Αποστολική Διακονία, users.uoa.gr/~nektar/, Αποστολική Διακονία, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Η Λειψανοθήκη, Ορθόδοξος Συναξαριστής