Γιὰ τὴν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεως σκέψου τρία πράγματα: τὰ σφάλματα τῆς κάθε μέρας, τὴν αἰτία τῶν σφαλμάτων αὐτῶν καὶ τὴν στενοκαρδία καὶ προθυμία ποὺ ἔχεις νὰ τὰ πολεμήσῃς καὶ νὰ ἀποκτήσῃς τὶς ἀντίθετές τους ἀρετές. Γιὰ τὰ σφάλματα κάνε ἐκεῖνο ποὺ σοῦ εἶπα στὸ κστ´ κεφάλαιο (τί πρέπει νὰ κάνουμε ὅταν πληγωθοῦμε κ.λπ). Γιὰ τὴν αἰτία αὐτῶν ἀνάγκασε τὸν ἑαυτό σου νὰ τὴν πολεμήσῃς, νὰ τὴν κατατροπώσῃς καὶ νὰ τὴν ρίξης στὴ γῆ. Γιὰ τὴν προθυμία ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃς αὐτὸ καὶ νὰ ἀποκτήσῃς τὶς ἀρετές, δυνάμωσε τὴν θέλησί σου μὲ τὴν ἀπιστία τοῦ ἑαυτοῦ σου, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχῃς καθόλου θάρρος στὸν ἑαυτό σου, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος στὸν Θεό, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὸ μῖσος τῶν πράξεων τῆς κακίας καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν πράξεων τῆς ἀντίστοιχης ἀρετῆς.
Φρόντισε, ἀδελφέ, πάντοτε σὲ κάθε σου λογισμό, λόγο καὶ ἔργο νὰ ἔχῃς συνείδησι ἀκατάγνωστη, δηλαδὴ νὰ μὴ σὲ κατηγορῇ καὶ νὰ μὴ σὲ τύπτῃ ἡ συνείδησίς σου γιὰ κάποιο πρᾶγμα. Διότι ὅποιος ἐξετάζει στὸ βάθος τὴν ὀρθὴ καὶ ἁγία συνείδησι, δὲν μπορεῖ νὰ σφάλλῃ ποτέ, ἢ ἂν σφάλλη, νὰ μὴν διορθωθῆ. Διότι ἡ συνείδησις εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγῇ πάντοτε σὰν λυχνάρι σὲ ὅλα τὰ καλά. Ὅπως εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Νεῖλος: «Νὰ χρησιμοποιήσῃς τὴν συνείδησί σου ὡς λυχνάρι γιὰ τὶς πράξεις σου». Καὶ ὁ Ἀπόστολος εἶπε ὅτι «οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι γραμμένες μέσα στὶς καρδιές» (Ρωμ. 2,15).
Ἀπέναντι τεσσάρων πραγμάτων εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ διατηρῇς τὴν συνείδησί σου ἀκατηγόρητη: ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ σου, πρὸς τὸν πλησίον σου καὶ πρὸς ἄλλα πράγματα. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἐξετάζῃς τὴν συνείδησί σου ἂν φύλαξες ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ διαφυλάττῃς ἀπέναντί του. Δηλαδὴ ἂν διαφυλάττῃς ὅλες του τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς πιὸ ἀσήμαντες (1)· καὶ ἂν τὸν ἀγάπησες καὶ τὸν ὑπηρέτησες μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πεθάνῃς γι᾿ αὐτόν, ὅπως εἶσαι ὑποχρεωμένος. Καὶ ἂν δὲν τὰ διαφύλαξες, φρόντισε στὸ ἑξῆς νὰ τὰ διαφυλάξης.
Ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό σου θὰ διαφυλάξης ἀκατηγόρητη τὴν συνείδησί σου, ἂν δὲν ἀδιαφορῇς, ἀλλὰ κάνῃς ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρέος ποὺ πρέπει καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος καὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν δύναμί σου, τόσο πρὸς τὸν Θεό, ὅσο καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ ἄλλα πράγματα. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν πέφτῃς σὲ ὑπερβολὲς καὶ ἐλλείψεις, καταστρέφοντας παράκαιρα τὴν ὑγεία σου καὶ τὴν ζωή σου καὶ τὶς σωματικές σου δυνάμεις μὲ ὑπερβολικὴ καὶ ἀκανόνιστη ἄσκησι καὶ δὲν ἀποδίδῃς στὸ σῶμα τὸ δίκαιο μέτρο, φροντίζοντας γιὰ τὴν σύστασι καὶ συντήρησί του. Γιατὶ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο στὴ συνείδησι καὶ στὸν ὀρθὸ λόγο.
Ἀπέναντι τοῦ πλησίον θὰ φυλάξης καθαρὴ τὴν συνείδησί σου, ἂν δὲν κάνῃς κάτι ποὺ εἶναι ἀντίθετο στὴν ἀγάπη ποὺ χρωστᾷς ἀπέναντί του, ἀποδίνοντας στοὺς μεγαλυτέρους σου καὶ ὁμοίους σου καὶ κατώτερούς σου ἐκεῖνο ποὺ πρέπει στὸν καθένα, σύμφωνα μὲ τὸν βαθμὸ καὶ τὸ ἐπάγγελμα καὶ προσέχοντας νὰ μὴ τοὺς σκανδαλίζῃς εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ σχῆμα καὶ μὲ νεῦμα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Αὐτὸ προσέξτε, νὰ μὴ βάζετε πρόσκομμα ἢ ἐμπόδιο στὸν ἀδελφό» (Ρωμ. 14,13) καὶ τὸ τοῦ Σολομῶντος: «Νὰ σκέφτεσαι σωστὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων» (Παρ. 3,4).
Ἀλλὰ κι ἂν σοῦ τύχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπιτρέπονται καὶ βρίσκονται στὴν δική σου τὴν κρίσι, γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα λέγω, ἂν πληροφορῆται ἡ συνείδησίς σου ὅτι τάχα εἶσαι δυνατὸς καὶ μπορεῖς νὰ τὰ φυλάξης ἢ ὄχι, σκανδαλίζεται ὅμως ἡ συνείδησις τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ εἶναι ἀδύνατος, εἶσαι ὑποχρεωμένος καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ δώσῃς ἀφορμὴ σκανδάλου, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύσῃς τὴν συνείδησι ἐκείνου: «Μὴν τρῶτε τὸ εἰδωλόθυτο (λέγει ὁ Παῦλος) γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σᾶς εἰδοποίησε καὶ γιὰ τὴν συνείδησι…». Συνείδησι ὅμως λέγω ὄχι τὴν δική του, ἀλλὰ τὴν συνείδησι τοῦ ἄλλου: «Γιατί νὰ ρυθμίζεται ἡ ἐλευθερία μου ἀπὸ ἄλλη συνείδησι;» (Α´ Κορ. 10,28). Σὲ ὅσα ὅμως πράγματα εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ σκανδαλίζεται ἡ συνείδησις τοῦ ἄλλου, τότε πρέπει ἐσὺ νὰ καταφρονῇς τὴν συνείδησι ἐκείνου καὶ νὰ μὴν παραβαίνῃς τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἀπέναντι τῶν ἄλλων πραγμάτων θὰ ἔχῃς τὴν συνείδησί σου ἀκατηγόρητη, ἂν ἔχῃς δίκαιο μέτρο καὶ δὲν χρησιμοποιῇς ὑπερβολὲς καὶ ἐλλείψεις, τόσο στὰ φαγητὰ καὶ ποτά, ὅσο καὶ στὰ ἐνδύματα καὶ χρήματα καὶ στὴν περιουσία. Διότι πρᾶγμα παρὰ συνείδησι ὑπολογίζεται ὄχι μόνον τὸ νὰ καταφρονῇ κανεὶς καὶ νὰ ἀφήνῃ νὰ καταστρέφωνται τὰ εὐτελῆ φαγητὰ καὶ ἐνδύματα ἢ τὰ χρήματα καὶ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὶς σωματικές του ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλῃ καὶ νὰ ζητᾷ τρυφηλὰ φαγητά, μαλακὰ φορέματα καὶ χρήματα καὶ περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησί του.
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικά, κάθε πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ὀρθὴ λογική, λέγεται παρὰ συνείδησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ ἀδελφέ, γιὰ κάθε τί ποὺ πρόκειται νὰ κάνῃς μικρὸ ἢ μεγάλο, πρῶτα νὰ συμβουλεύεσαι τὴν συνείδησί σου καὶ νὰ τὴν ἐξετάζῃς ὄχι ὅμως μὲ ἀμέλεια καὶ ἐπιφανειακά, ἀλλὰ στὸ βάθος καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα καὶ ἀκρίβεια. Διότι ὅπως τὰ πηγάδια, ὅσο σκάβονται καὶ ἐξαντλοῦνται, τόσο καλύτερο καὶ γλυκύτερο νερὸ βγάζουν, ἔτσι καὶ ἡ συνείδησις, ὅσο περισσότερο ἐξετάζεται καὶ ξεσκεπάζεται ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι σκεπασμένη, τόσο καλύτερα μᾶς διδάσκει τί πρέπει νὰ κάνουμε.
Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχουν καὶ διάφορες συνειδήσεις, ὄχι δηλαδὴ μόνον καλὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ καὶ κεκαυτηριασμένες, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, δηλαδὴ πονηρὲς καὶ ἀναίσθητες καὶ μολυσμένες ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ στὴ συνέχεια, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας ἢ τοῦ μολυσμοῦ τους, ἢ καὶ διότι δὲν ἐξετάζονται μὲ πολλὴ φροντίδα, δὲν διδάσκουν πάντοτε σωστὰ καὶ καλά, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ σωστὸ εἶναι νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πάντοτε μόνο στὴ συνείδησί σου, ἀλλὰ ὅσα αὐτὴ σοῦ συμβουλεύει νὰ τὰ συγκρίνῃς, ἂν εἶναι σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ καὶ νὰ τὰ φανερώνῃς στοὺς Πνευματικούς, ἂν εἶναι σωστά, γιὰ νὰ μὴν πλανηθῇς.
Πρόσθεσα τὸ «ἢ διότι δὲν ἐξετάζονται οἱ συνειδήσεις μὲ τόση ἐπιμέλεια», διότι ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου ὅσο κι ἂν εἶναι ἐμπαθὴς καὶ πονηρὴ καὶ ἀναίσθητη, ὅταν ὅμως ἐξετάζεται μὲ ἀκρίβεια καὶ ἐπιμέλεια, δὲ σταματάει πάντοτε νὰ ἐλέγχῃ καὶ νὰ τύπτῃ καὶ νὰ κατηγορῇ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ἁμαρτάνει καὶ ὅτι πρόκειται νὰ κολασθῆ διὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἂν δὲν μετανοήσῃ. Γιατὶ αὐτὴ βάλθηκε μέσα μας ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἀντίδικος, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ποὺ λέγει: «Νὰ συμβιβασθῇς γρήγορα μὲ τὸν ἀντίδικό σου» (Ματθ. 5,25): καὶ ἀψευδέστατος μάρτυρας, σύμφωνα μὲ τό· «Σὲ αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησί τους» (Ρωμ. 2,15): καὶ συγχρόνως εἶναι κριτὴς ἀπαραλόγιστος καὶ πάρα πολὺ δίκαιος καὶ πολὺ αὐστηρὸς καὶ λόγος ὀρθός: γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσῃ. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ὅταν κυριευθῆ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ θέλῃ νὰ κάμνῃ τὶς ἐπιθυμίες του χωρὶς κανένα χαλινάρι, ὅπως παρακούει καὶ παραβαίνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι παρακούει καὶ παραβαίνει καὶ τοὺς ἐλέγχους τῆς ἁγίας συνειδήσεως. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐλέγχεται πλέον ἀπὸ αὐτὴν σὰν κάποιος ἄλλος Ἡρῴδης κόβει τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου, δηλαδὴ δὲν ὑπολογίζει τὴν συνείδησί του καὶ παίρνει τὴν ἀπόφασι νὰ κολασθῆ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας γνωρίζοντας αὐτὸ δὲν εἶπε ὅτι ἡ συνείδησις ὅταν ἐξετάζεται καλὰ δὲν ἐλέγχει τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς φθάση στὸ ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, καταφρονεῖ: «Ὅταν ὁ ἀσεβὴς φθάση στὸ ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, τότε καταφρονεῖ» (Παρ. 18,3).
Ἀκόμη σὲ συμβουλεύω καὶ ἕνα ἄλλο πρᾶγμα ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ πληροφορηθῇς: Δηλαδὴ ποτὲ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὴ συνείδησί σου, ἂν αὐτὴ καμιὰ φορὰ δὲν σὲ κατηγορῇ γιὰ κάποια ὑπόθεσί σου, διότι λέγεται συνείδησι γιὰ ἐκεῖνα μόνο ποὺ ξέρουμε καὶ ὄχι γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲ γνωρίζουμε. Ἐπειδὴ σύφωνα μὲ τὸν Προφήτη Ἱερεμία «ἡ καρδιὰ εἶναι πιὸ βαθειὰ ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα» (17,9), καὶ μέσα σὲ αὐτὴν βρίσκονται κρυμμένα πολλὰ λεπτὰ πάθη, τὰ ὁποῖα καθόλου δὲν τὰ γνωρίζει ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔχει, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρακαλεῖ ὁ Δαβὶδ νὰ καθαρισθῆ λέγοντας «καθάρισέ με ἀπὸ τὰ κρυφὰ πάθη» (Ψαλμ. 18,13), γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ νὰ πιστεύῃς ὅτι ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι ποτὲ καθαρὴ ἀπὸ τὰ κρυπτὰ καὶ λεπτὰ πάθη, τὰ ὁποῖα εἶναι γνωστὰ μόνο στὸ Θεὸ ποὺ ἐξετάζει μόνος τὶς καρδιές, ὅπως λέγει ὁ Σολομώντας: «Ἐσὺ ἐντελῶς μόνος γνωρίζεις τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Γ´ Βασ. 8,39). Καὶ νὰ ἔχῃς ὡς σίγουρο ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἰωάννης ὅτι, δηλαδή, ὁ Θεὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν συνείδησι τῆς καρδιᾶς μας: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν συνείδησί μας καὶ τὰ γνωρίζει ὅλα» (Α´ Ἰω. 3,20).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γνωρίζοντας αὐτὸ ἔλεγε, ὅτι δὲ γνωρίζει νὰ τὸν ἐλέγχῃ γιὰ κανένα πρᾶγμα ἡ συνείδησί του, ἀλλὰ πάλι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δὲν νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Δὲν μὲ κατηγορεῖ γιὰ τίποτε ἡ συνείδησί μου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ ἀποδεικνύει ὅτι πραγματικὰ εἶμαι ἀθῷος» (Α´ Κορ. 4,4).
Καὶ ὅσα καλὰ ἔργα καὶ ὅσες νίκες ἔχεις κατορθώσει, ἂς τὶς θεωρῇς ὕποπτες. Αὐτὰ σὲ συμβουλεύω νὰ μὴ τὰ σκέπτεσαι πολὺ μὲ τὴ συνείδησί σου, διότι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος κρυφῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας. Ἔτσι ἀφήνοντας πίσω ὅλα αὐτὰ καὶ ρίχνοντάς τα στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι, ὁδήγησε τὸ λογισμό σου μπροστὰ στὸ δρόμο ποὺ σοῦ ἀπομένει γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὅταν τελειώσῃ ἡ μέρα ἐκείνη, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου, ἂν χρησιμοποίησες καλὰ ὅσα σοῦ ἔτυχαν. Καὶ γιὰ ὅσα ἔσφαλες, νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ συγχωρέσῃ καὶ στὸ ἑξῆς προσπάθησε νὰ διορθωθῇς. Κατόπιν εὐχαρίστησέ τον γιὰ τὶς χάρες καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ χάρισε τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἀναγνώρισε τὸν ὡς Ποιητὴ κάθε ἀγαθοῦ, καὶ περισσότερο εὐχαρίστησέ τον διότι σὲ γλύτωσε ἀπὸ τόσους ἐχθροὺς φανεροὺς καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν φανερώνονται. Διότι σοῦ ἔδωσε καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀφορμὲς γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ κάθε ἄλλη εὐεργεσία ποὺ δὲ γνωρίζεις ἐσύ.
1. Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ πρόλογό του στοὺς κατὰ πλάτος ὅρους πολὺ σοφὰ καὶ ἐκτεταμένα ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένοι ὅλοι οἱ χριστιανοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Κύριος στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς νὰ ἑξαιρεθῇ καμμία ἀπὸ αὐτές:
Α´) Διότι ὁ Κύριος ἀποστέλοντας τοὺς μαθητάς του στὸ κήρυγμα τοὺς εἶπε νὰ διδάξουν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ τηροῦν ὅσες ἐντολὲς τοὺς παρήγγειλε αὐτός: «Πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές μου ὅλα τὰ ἔθνη… διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ σᾶς ἔδωσα» (Ματθ. 28,19): δηλαδὴ ὄχι ἄλλες ἐντολὲς νὰ φυλάττουν καὶ ἄλλες νὰ παραμελοῦν, ἀλλὰ ὅλες, ὅλες χωρὶς καμία ἐξαίρεσι.
Β´) Διότι ἂν δὲν ἦταν ἀναγκαῖες καὶ ἀπαραίτητες ὅλες οἱ ἐντολὲς γιὰ τὴ σωτηρία μας, δὲν θὰ γράφονταν καθόλου στὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε θὰ θὰ ἔδινε ἐντολὴ ὁ Κύριος νὰ φυλάττωνται ὅλες ὑποχρεωτικά.
Γ´) Ἂν ὁ Κύριος μᾶς προστάσση νὰ γινώμαστε τέλειοι «Νὰ εἶσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48) καὶ ὁ Παῦλος παραγγέλλει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καταρτισμένος καὶ σωστὸς καὶ ὁλόκληρος «γιὰ νὰ εἶναι καταρτισμένος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» (Β´ Τιμ. 3,17), εἶναι φανερὸ ὅτι τὴν τελειότητα αὐτὴ καὶ ὁλοκλήρωσι θὰ μᾶς τὴν χαρίσῃ ἡ φύλαξις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Δ´) Διότι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι συνδεδεμένες ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη σὰν μὲ κάποια ἁλυσίδα, ὥστε ὅποιος καταλύσῃ καὶ παραβῇ μία μόνον ἀπὸ τὶς ἐντολές, ἐκεῖνος μὲ τὴν λύσι καὶ τὴν παράβασι τῆς μιᾶς ἐντολῆς, λύνει καὶ παραβαίνει συγχρόνως ὅλες τὶς ἄλλες ἐντολὲς καὶ δὲν δέχεται τόσο μισθὸ γιὰ τὶς ἐντολὲς ποὺ φύλαξε, ὅσο τιμωρία γιὰ ἐκείνην ποὺ δὲν φύλαξε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ λέγει ὅτι «Ὅποιος τηρήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου καὶ παραβῇ μία, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου» (2,10) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: Τί θὰ μὲ ὠφελήσουν οἱ ἄλλες ἐντολὲς ποὺ κατώρθωσα ἂν πῶ τὸν ἀδελφό μου μωρὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωρηθῶ ἔνοχος τῆς γέεννας τοῦ πυρός;». Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν βγάινει τὸ συμπέρασμα ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μεγάλη ὑποχρέωσι νὰ τηρῇ ὅλες τὶς ἐντολές. Καὶ τί λέγω ἁπλῶς νὰ τὶς τηρῇ; νὰ τὶς τηρῇ μὲ ὅλη του τὴν δύναμι μὲ ὅλη του τὴν θέλησι καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἀγάπη, ἂν θέλῃ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο νὰ στεφανωθῆ σὰν νόμιμος ἀθλητής. Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του νὰ προσθέτῃ κάτι παραπάνω στὶς ἐντολές, κάνοντας κάτα κάποιον τρόπο, μία ὑπερβολή. Διότι κι ἐκείνος ποὺ εἶχε τὸ ἕνα τάλαντο δὲν δέχθηκε ἔπαινο ἀπὸ τὸν Κύριό του, διότι ἐπέστρεψε τὸ τάλαντο, ἀλλὰ κατακρίθηκε διότι δὲν τὸ αὔξησε. Τελειώνω τὴν ὑποσημείωσι καὶ σοῦ λεγω: Ἀδελφέ, ἂν ἀνήκῃς στὴν τάξι τῶν δούλων καὶ φοβᾶσαι τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μὴ σὲ κολάση, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές. "Εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, στὶς ἐντολὲς βρίσκει εὐχαρίστησι" (Ψαλμ. 111,1). Ἂν ἀναβῇς στὴν τάξι τῶν μισθωτῶν καὶ περιμένῃς νὰ λάβης μισθὸ γιὰ τὴν ἀρετή σου στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές: "Ἔκκλινε τὴν καρδιὰν μου τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου δι᾿ ἀντάμειψιν" (Ψαλμ. 118,112). Ἂν ἀνεβῇς στὴν τάξι τῶν υἱῶν καὶ δουλεύσῃς τὸν Θεὸ γιὰ μόνο τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτόν, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές: "Ὑψώνω τὰ χέρια μου πρὸς τὶς ἐντολές σου ποὺ ἀγάπησα" (Ψαλμ. 118,49). Καὶ πάλι: "Ἂν εἶμαι Πατέρας, ποῦ εἶναι ἡ δόξα μου;" λέγει ὁ Θεός. Δόξα τοῦ πατρὸς εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὶς πνευματικὲς ἐντολές. Γιατὶ γνώριζε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἂν παραβῇς μία μόνο ἐντολή, ὅταν μπορῇς νὰ μὴν τὴν παραβῇς, δὲν θὰ ἔχῃς παρρησία, ἀλλὰ θὰ ντραπῆς τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: "Τότε δὲν θὰ ντραπῶ ὅταν θὰ ξανακοιτάζω τὶς ἐντολές σου" (Ψαλμ. 118,6). Σοῦ θυμίζω ἀκόμη ὅτι ὅλες οἱ ἐντολές, τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λέγονται μὲ ρῆμα προστακτικό, ὅπως: "ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐλογεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς καταρῶνται....", σπάνια προφέρονται σὲ ὁριστική, ὅπως τὸ "ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις...", καὶ πάρα πολὺ σπάνια προφέρονται μὲ ἄλλα ρήματα.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες