O Άγιος Γαβριήλ, ήταν υιός γεωργικής οικογένειας, με βαθιά θρησκευτική πίστη. Γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1684, από τους Αναστασία και Πέτρο Γκοβντέλοβ, στο χωρίο Ζβιέρκι, κοντά στη μικρή πόλη Ζαμπ(λ)ούντοφ, στη σημερινή Πολωνία. Κατά το βάπτισμά του, στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του μοναστηριού της πόλης, στο Ζαμπ(λ)ούντοφ, έλαβε το όνομα Γαβριήλ, προς τιμήν του Αρχάγγελου Γαβριήλ. Το προαναφερθέν μοναστήρι, ήταν ένα από τα λίγα μοναστήρια σε ολόκληρη τη χώρα που δεν προσχώρησαν στην Ουνία (βδελυρό μίγμα παπισμού-ορθοδοξίας). Ολόκληρη η Ορθοδοξία σε αυτήν την περιοχή δεχόταν επιρροές από 3 άλλες θρησκείες, καθολικισμό, καλβινισμό και ιουδαϊσμό. Σε αυτό το μοναστήρι, μοναχοί από τη λάβρα του Σουπράσλ κατέφθασαν για να αιτηθούν άσυλο, καθώς εξαναγκάστηκαν με βίαια μέσα να γίνουν ουνίτες (οπότε προτίμησαν να φύγουν σε πιο ορθόδοξο μέρος). Η περιοχή Ζαμπλούντοφ ήταν υπό την κατοχή της οικογένειας Ρατζιβίλοφ. Η οικογένεια αυτή ήταν από τη Λιθουανία και ήταν καλβινιστές. Ως καλβινιστές δεν ήθελαν τους καθολικούς, και ήταν περισσότερο φίλα προσκείμενοι προς τους ορθοδόξους.
Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την παιδική ηλικία του Αγίου. Ήταν περισσότερο σιωπηλός, ώριμος, ήρεμος και σοφός από τους νέους της ηλικίας του. Αγαπούσε περισσότερο την ιδιωτική προσευχή, παρά το παιχνίδι με άλλα παιδιά. Η μεγαλύτερη θετική επιρροή που είχε, ήταν από τους ευσεβείς γονείς του. Τον ανάθρεψαν για να είναι πιστός στην ορθόδοξη πίστη και παράδοση. Θετική επίδραση στο μικρό Γαβριήλ είχε το μοναστήρι του Ζαμπ(λ)ούντοφ, όπου κατανόησε την πίστή του και διδάχθηκε την προσευχή και την πνευματική ωρίμανση.
Πλησίαζε η ημέρα του Πάσχα, την 11η Απριλίου του 1690 οπότε συνέβη η τραγωδία για την οικογένεια Γκοβντέλοφ. Ο Γαβριήλ ήταν μόλις έξι ετών. Είχε πέσει θύμα της ανθρώπινης κακίας και του φανατισμού. Δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πριν συμβεί αυτό η μητέρά του δεν υποπτευόταν κάτι κακό και τον άφησε στο σπίτι μόνο και πήγε να μεταφέρει φαγητό στο σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν στον κάμπο. Εκείνη τη στιγμή, ο κοινοτάρχης του χωριού, ονόματι Σούτκο, εκμεταλλευόμενος την εύκολη περίσταση, απήγαγε το μικρό αγόρι και το μετέφερε στο Μπιάλυστοκ. Εκεί τον βασάνισαν σκληρά σε ένα υπόγειο. Με ένα μαχαίρι του λόγχισαν την πλευρά, για να ρεύσει άφθονο αίμα. Ύστερα τον σταύρωσαν και τον έβαλαν να σταθεί σε ένα υποπόδιο σε σχήμα λεκάνης. Και ύστερα με ένα δεύτερο μαχαίρι λόγχισαν και τη δεύτερη πλευρά του και πέθανε από αιμορραγία.
Ο Σούτκο για να καλύψει τα ίχνη του εγκλήματός του, πήρε το σώμα του νεκρού παιδιού, και το πέταξε στο δάσος που βρίσκεται στα όρια του χωριού Ζβιέρεκ, με την ελπίδα ότι άγρια ζώα θα κατασπαράξουν το νεκρό σώμα του παιδιού. Το σώμα του παιδιού βρέθηκε την 20η Απριλίου. Το σώμα ήταν περικυκλωμένο από σκύλους, οι οποίοι δεν το έτρωγαν. Όταν έφταναν αρκούδες για να κατασπαράξουν το σώμα τα σκυλιά δεν τις άφηναν να πλησιάσουν. Όταν οι άνθρωποι εντόπισαν το λείψανο του παιδιού, το έθαψαν και το κήδεψαν στην ορθόδοξη εκκλησία του χωριού.
Οι αρχές ξεκίνησαν έρευνες, διαπίστωσαν τι είχε συμβεί. Βρήκαν τον ένοχο, τον τιμώρησαν και κατέγραψαν το χρονικό του εγκλήματος στο βιβλίο της πόλης.
Αποκάλυψη και μεταφορά του Ιερού λειψάνου
Το έτος 1720 υπήρχε μια επιδημία στο χωριό. Δεν υπήρχε χώρος στο κοιμητήριο να θαφτούν οι νεκροί. Τα παιδιά τα έθαπταν γύρω από τον άγιο Γαβριήλ. Μια ημέρα βρέθηκε κατά λάθος το φέρετρο του Αγίου Γαβριήλ, και διαπιστώθηκε ότι το σώμα ήταν αδιάλυτο. Αυτή η είδηση κυκλοφόρησε πολύ γρήγορα σε όλη την πόλη. Υπήρξαν μερικές περιπτώσεις ίασης κοντά στον τάφου του Αγίου και οι κάτοικοι ανέφεραν ότι η επιδημία εξαλείφθηκε από αυτόν. Το σώμα του μεταφέρθηκε σε κρύπτη, στο κάτω μέρος της εκκλησίας.
Το 1746 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαϊά, αλλά το λείψανο δεν επηρεάστηκε πολύ. Μόνο το ένα χέρι κάηκε ελαφρώς. Μετά από αυτό το σώμα μεταφέρθηκε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας του Ζαμπλούντοφ. Εκεί το καμμένο χέρι θεραπεύτηκε και ενεδύθηκε νέου δέρματος θαυματουργικά.
Το 1752 ο αρχιμανδρίτης του μοναστηριού Αγίας Τριάδας του Σλούτσκου, Δοσίθεος (Γολαχόβσκι) συνέθεσε τροπάριο και κοντάκιο του μάρτυρος.
Τρία χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1755, το μοναστήρι δυσκολευόταν με την μεταστροφή των κατοίκων της περιοχής σε αιρέσεις (όπως οι ουνίτες), και με τη σύμφωνη γνώμη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ και την ευλογία του μητροπολίτη Κιέβου Τιμόθεου, ο αρχιμανδρίτης Μιχαήλ (Κοζατσίνσκι), μετέφερε τα λείψανα του Αγίου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Σλούτσκου.
Η μοναστική κοινότητα του Σλούτσκου, ήταν μια από τις πιο σημαντικές εστίες ορθοδοξίας σε όλη την επικράτεια, ανεπηρέαστη από επιθετικές θρησκευτικές εκστρατείες και βιαιοπραγίες καθολικών και ουνιτών.
300 χιλιόμετρα πορείας, με το φέρετρο στους ώμους των πιστών ορθοδόξων. Το κινούμενο φέρετρο ήταν ανοικτό ώστε ο καθένας να μπορεί δει το λείψανο και αποτελούσε η ισχυρότερη επίδειξη της ορθόδοξης πίστης στην Λευκορωσία και την Ποντλασία. Στα χέρια του Αγίου είχε τοποθετηθεί ένας μικρός μεταλλικός σταυρός. Στις δύο πλευρές του δρόμου συγκεντρωμένο πλήθος κόσμου, έκλαιγαν, έκαναν μετάνοιες και προσευχόνταν στον Άγιο να βοηθήσει στη διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης των πατέρων τους.
Στο μοναστήρι του Σλούτσκου, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε ειδική ανοικτή λειψανοθήκη. Κάθε χρόνο από την ημέρα του Πάσχα εώς την 22η Οκτωβρίου, το λείψανο ευρίσκεται στην κύρια εκκλησία του Μοναστηριού. Για την χειμερινή περίοδο το λείψανο μεταφέρεται στην μικρότερη εκκλησία του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Από την ώρα της μεταφοράς του λειψάνου στο μοναστήρι του Σλούτσκου, ο Άγιος Γαβριήλ, ονομάζεται Σλούτσκι. Ο Αρχιμανδρίτης Μιχαήλ έγραψε ένα ποίημα για τον Άγιο Γαβριήλ, στο οποίο ο Άγιος φέρεται να εξιστορεί το μαρτύριό του στους ακροατές του.
Το λείψανο του Αγίου Γαβριήλ παραμένει σε άριστη κατάσταση, με εξαίρεση το καφέ χρώμα του δέρματος, ως συνέπεια της φωτιάς (όπως προαναφέρθηκε). Το σώμα είναι ενδεδυμένο με μεταξωτό ένδυμα. Μπροστά από τη λειψανοθήκη είναι τοποθετημένη ασημένια ακοίμητη κανδήλα, διακοσμημένη με πολύτιμες πέτρες, δωρεά του Αντωνίου (Χραποβιέτσκι), αρχιεπισκόπου Βόουιν.
Ο Άγιος κατατάχθηκε στο ορθόδοξο αγιολόγιο από τον πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε΄, το έτος 1820.
Σελίδες και βιβλία ολόκληρα δε μπορούν να διηγηθούν τα όσα μαρτύρια υπέστησαν οι ορθόδοξοι αδελφοί μας, στην Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Λευκορωσία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Κροατία, τη Σλοβενία, προσφάτως την Ουκρανία, από τους ουνίτες παπικούς που με αιματοκυλήσεις και διωγμούς πήραν τις εκκλησίες μας. Ναι τις εκκλησίες μας, διότι όπου υπάρχει ορθόδοξη εκκλησία ανά τον κόσμο, εκεί είμαστε όλοι μας, ως ένα σώμα Χριστού! Η ορθοδοξία δε σβήνει ποτέ. Πάσχουμε, συμπάσχουμε και συσταυρωνόμαστε με τους Αγίους για να συναναστηθούμε με το Χριστό! Χριστός Ανέστη!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας