Εἰς τό ἐκδοθέν Βιβλίον μέ τίτλο «ΒΙΟΙ -ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ», ὁ ἐπιμεληθείς ταύτην κ. Ἐμμανουήλ Βαρβούνης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ἄρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Γραμματεύς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τὴς Ἑνορίας ἡμῶν κατέγραψε πέντε συναξάρια πού περιλαμβάνονται σέ διάφορα συναξάρια καί περιγράφουν τόν βίο τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ τῆς Πατρικίας. Ἀκολούθως παρουσιάζουμε ἐκ τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου:
1. Τό εἰσαγωγικόν σημείωμα τοῦ κ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, τό ὁποῖον μεταφρασθέν καί εἰς τά Γερμανικά ἐδημοσιεύθη εἰς τό CHURCH STUDIES, ἡ ταύτισις τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας μέ αὐτό τῆς Ἁγίας Πατρικίας, πού φυλάσσεται στόν Ἱερό Καθολικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἁρμενίου στήν Νάπολη τῆς Ἱταλίας, καί
2. Τόν Βίο τῆς Ἁγίας, δημοσιευθέντα στόν Νέο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Ἱερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.
1. ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία ἀποτελεῖ μεγάλη μορφή τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. )[1]. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατρικία ἡ ἴδια στήν αὐτοκρατορική αὐλή[2], ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη λόγῳ τοῦ φθόνου τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἵδρυσε μονή κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν γυναικεία μονή τῆς Πατρικίας, καί, γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰουστιανιανοῦ, ἀποσύρθηκε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο.
Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη[3], ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της.
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4] ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]:
«Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο.
Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν Πάπα Liberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε.
Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς Caponapoli τῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της.
Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου.»
Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία.
Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγή, ἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12].
Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ Fr. Halkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία[13].
Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου.
Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
2. ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. ). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας.
Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ( 548 μ.Χ. ), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια.
Ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ.
(Ἱερομονάχου Μακάριου Σιμωνοπετρίτη, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου ἑκκλησίας. Διασκευή ἐκ τοῦ γαλλικοῦ:Σωτήρης Γουνελᾶς 7, Μάρτιος. Ἁθῆναι 2006, ἐκδ. Ἴνδικτος, σ. 103 – 105)
Βιβλιογραφία
[1] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1. 324-610. Ἀθήνα 1984, σ. 250-260.
[2] Γιά τό ἀξίωμα καί τή σημασία του βλ. L.Petit, “ Vie dw saint Michael Maleinow “ Revue de l’ Orient Chrétien 7 (1902 ) σ.556. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Νεότερος Ἑλληνισμός. Συμβολή στήν ἔρευνα 2. Ἀθήνα 2006, σ.43.
[3] Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca 3. Bruxelles 1957, σ.σ20-21, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[4] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiai Constantinopolitanae, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembriw, Bruxellis 1902, στ. 523-528.
[5] Ἀπό τήν ἰστοσελίδα Santiebeati,it/dettaglio. Τό κείμενο καταχωρήθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2001.
[6] Ἡ μετάφραση ἀπό τήν κα Παν. Τζιβάρα, Λέκτορα τοῦ Τμήματος Ἱστορίας καί Ἐθνολογίας, τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τήν ὁποία εὐχαριστῶ θερμά καί ἀπό τή θέση αὐτή.
[7] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 2 : 1. 610 › 867. Ἀθήνα 1984, σ. 63 – 69 ,71, 81, ὅπου οἱ σχετικές πηγές.
[8] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1...ὅ.π.., σ. 145 -147. Κ. Βαρζός, Οἱ αὐτοκρατόρισσες τοῦ Βυζαντίου 1. Ἀθῆναι 1965, σ. 145 – 166.
[9] Πρβλ. H.Delehaye, Les léhagiographiques. Bruxelles 1927, μέ παραδείγματα.
[10] Βλ. D.S.Loukatos, Le motif de la chêvre decouvrant des lieux sacrés en Grèce “, Festschrift Matthias Zender. Born 1972. σ.465 -469.
[11] Βλ. Const. Tischendorf, Apocalypses apocryphae, Lipsiae 1866, σ. 110 -111.
[12] Βλ. Ἔρα Βρανούση, Τά Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Πάτμῳ μονῆς. Ἁθῆναι 1966, σ. 77 κ. ἑξ., 156 κ. ἑξ.
[13] Βίοι τῆς ἁγίας Πατρικίας τῆς Νάπολης σώζονται στά λατινικά, βλ. Bibliotheca Hagiographica Latina 1-2. Bruxellis 1898 -1901. ἀρ. 6483 -6491, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τά ἐπεισόδια πού μνημονεύονται παραπάνω. Σχετικές πληροφορίες μοῦ ἔστειλε, σέ ἐπιστολή του, ὁ κ. Xavier Lequeux, ἀπό τό Τάγμα τῶν Βολλανδιστῶν ( 20 Ἰουλίου 2007 ), τόν ὁποῖον καί ἀπό ἐδῶ θερμά εὐχαριστῶ γιά τήν πρόθυμη βοήθεια.
(Πηγή: «Η Οσία Αναστασία η Πατρικία που έμεινε έγκλειστη 28 χρόνια(+10 Μαρτίου)», Εμμανουήλ Βαρβούνης, Ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Προσκυνητής)
Από το Γεροντικό
Κάποιος ευνούχος έμενε στη βαθύτερη έρημο της Σκήτεως. Το κελλί του βρισκόταν δεκαοχτώ περίπου μίλια μακριά από τη Σκήτη. Μια φορά λοιπόν την εβδομάδα επισκεπτόταν τον αββά Δανιήλ κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να το γνωρίζει κανείς παρά μόνο αυτός και ο μαθητής του. Ο γέροντας είχε δώσει εντολή στο μαθητή του να γεμίζει ένα σταμνί με νερό γι’ αυτόν τον ευνούχο μία φορά την εβδομάδα, να το τοποθετεί στην είσοδο του κελλιού του και να χτυπά και να φεύγει χωρίς να μιλά μαζί του και του είπε:
› Αν όμως βρεις κανένα κεραμίδι, γραμμένο στην είσοδο της σπηλιάς, να το φέρεις.
Έτσι λοιπόν έκανε ο μαθητής. Μια ημέρα βρίσκει ένα κεραμίδι που έγραφε τα εξής:
› Φέρε τα εργαλεία και έλα εσύ μόνο και ο αδελφός.
Όταν το διάβασε ο γέροντας, έκλαψε πάρα πολύ και είπε:
› Αλλοίμονο στη βαθύτερη έρημο! Τι στήριγμα χάνει σήμερα!
Και λέει στο μαθητή του:
› Βάστα αυτά τα εργαλεία και ας τρέξουμε να προλάβουμε το γέροντα, μήπως χάσουμε τις ευχές του, γιατί πηγαίνει στον Κύριο.
Και αφού έκλαψαν κι οι δύο, βγήκαν και πήγαν στη σπηλιά και τον βρήκαν να κατέχεται από υψηλό πυρετό. Έπεσε ο γέροντας στα πόδια του και έκλαψε λέγοντας:
› Είσαι μακάριος, γιατί φροντίζοντας γι’ αυτή την ώρα καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία.
Ο ευνούχος απάντησε:
› Μακάριος είσαι συ, νέε Αβραάμ, γιατί, πόσους καρπούς δέχεται ο Θεός από αυτά τα χέρια!
Λεει ο γέροντας:
› Κανε προσευχή για μας.
Απαντά ο ευνούχος:
› Εγώ έχω ανάγκη από πολλές προσευχές αυτή την ώρα.
Και λέει ο γέροντας:
› Αν ήμουν εγώ σαν και σένα, τότε θα μπορούσα να σε ενισχύσω.
Ανακάθισε ο ευνούχος στην ψάθα του, αγκάλιασε το κεφάλι του γέροντα και το ασπαζόταν λέγοντας:
› Ο Θεός που με οδήγησε σ’ αυτόν τον τόπο, Αυτός ας δώσει ώστε τα γηρατειά σου να είναι όπως του Αβραάμ.
Και παίρνοντας ο γέροντας το μαθητή του, τον έβαλε να γονατίσει, λέγοντας στον ευνούχο:
› Ευλόγησε και το τέκνο μου τούτο.
Αυτός τον φίλησε και είπε:
› Θεε μου, εσύ που είσαι εδώ αυτή την ώρα για να με χωρίσεις από αυτό το σώμα, εσύ που γνωρίζεις πόσα βήματα έκανε ο αδελφός μέχρι αυτό το κελλί για το όνομά Σου, κάνε να έρθει επάνω του η πνευματική δύναμη των πατέρων του, όπως έκανες να έρθει επάνω στον Ελισσαίο η πνευματική δύναμη του προφήτη Ηλία, και να επικληθεί το όνομα των πατέρων του αδελφού σ’ αυτόν.
Και λέει στον γέροντα:
› Για το όνομα του Κυρίου, μη μου βγάλετε αυτά που φορώ, αλλά έτσι όπως είμαι στείλετέ με στον Κύριο, και να μη μάθει ποτέ κανένας άλλος τα σχετικά μ’ εμένα παρά μόνο εσείς.
Λεει έπειτα:
› Δώσε μου να κοινωνήσω.
Και του μετέδωσε. Όταν κοινώνησε, λέει:
› Προσευχηθείτε για μένα
και αφού κοίταξε προς την ανατολή και δεξιά, το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο από τον ήλιο. Κανει τότε το σημείο του σταυρού στο στόμα του και λέει:
› Θεέ μου, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου,
και με αυτό τον τρόπο παρέδωσε την ψυχή του.
Και έκλαψαν και οι δύο. Ύστερα άνοιξαν τάφο μπροστά από τη σπηλιά, και ο γέροντας έβγαλε το μανδύα του και λέει στο μαθητή του:
› Ντύσε τον πάνω από αυτά που φορεί.
Φορούσε δε χιτώνα από κουρέλια και φανέλα από ίνες φοινικιάς. Ντύνοντάς τον ο αδελφός, προσέχει και βλέπει ότι τα στήθη του ήταν γυναικεία, σαν δύο ξερά φύλλα, όμως δε μίλησε. Όταν λοιπόν τον έθαψαν και προσευχήθηκαν, λέει ο γέροντας:
› Ας καταλύσουμε τη νηστεία σήμερα και ας γευθούμε κάτι σε ένδειξη αγάπης εδώ στον τάφο του γέροντα.
Ύστερα πήραν το εργόχειρό του κι έφυγαν δοξάζοντας το Θεο. Βαδίζοντας στο δρόμο, λέει ο μαθητής στο γέροντα:
› Ξέρεις, πάτερ, ότι εκείνος ο ευνούχος ήταν γυναίκα; Γιατί είδα τα στήθη της.
Και απαντά ο γέροντας:
› Θέλεις να σου διηγηθώ τα σχετικά με αυτήν;
Λεει αυτός:
› Βεβαίως θέλω.
Συνεχίζει ο γέροντας:
› Αυτή ήταν πατρικία του παλατιού κι ο βασιλιάς Ιουστινιανός την εκτιμούσε πολύ και ήθελε να την πάρει στο παλάτι επειδή ήταν πολύ συνετή. Η Θεοδώρα όμως η αυγούστα εξοργίστηκε γι’ αυτό και την εξόρισε στην Αλεξάνδρεια. Αυτή λοιπόν οικοδομεί ένα κοινόβιο μεγάλο που το ονομάζουν “της πατρικίας”, στο Πέμπτο της Αλεξάνδρειας. Όταν οικοδόμησε αυτό το κοινόβιο, άκουσε ο βασιλιάς Ιουστινιανός γι’ αυτήν και άρχισε να την τιμά για την πολλή της σύνεση. Αυτή τότε έφυγε νύχτα από την Αλεξάνδρεια και ήρθε εδώ κοντά μου και με παρακάλεσε να της δώσω κελλί, αφού μου διηγήθηκε όσα άκουσες. Έχει λοιπόν σήμερα εικοσιοχτώ χρόνια στη Σκήτη, και κανένας δε γνώρισε τα σχετικά με αυτή παρά μόνο εγώ, εσύ και κάποιος άλλος γέροντας μοναχός. Γιατί όταν ήταν να απουσιάσω σε άλλο τόπο, του έδινα εντολή να γεμίζει ένα σταμνί με νερό, να του το αφήνει και να φεύγει. Κανείς όμως δεν έμαθε ποιος είναι, παρά μόνο εσύ. Ποσους αξιωματούχους δεν έστειλε ο βασιλιάς ερευνώντας γι’ αυτήν, κι όχι μόνο ο βασιλιάς, αλλά και ο αρχιεπίσκοπος και ολόκληρη σχεδόν η Αλεξάνδρεια! Και δεν υπάρχει ούτε ένας μέχρι σήμερα που να έμαθε σε ποιο τόπο βρίσκεται.
Να λοιπόν πώς αγωνίζονται εναντίον του διαβόλου και συντρίβουν τα σώματά τους άνθρωποι που βρίσκονται στα ανάκτορα. Ενώ εμείς, όταν βρισκόμασταν στον κόσμο δεν είχαμε να χορτάσουμε ψωμί, κι αφού ήρθαμε στο μοναχισμό σπαταλούμε και δεν μπορούμε να αποκτήσουμε μία αρετή. Ας προσευχηθούμε προς τον Κυριο να μας αξιώσει να βαδίσουμε τον ίδιο δρόμο, και να βρούμε έλεος εκείνη την ημέρα μαζί με τούς αγίους Πατέρες μας και τον αββά Αναστάσιο τον ευνούχο –γιατί ονομαζόταν Αναστασία–, με τις ευχές και πρεσβείες της κυρίας μας Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Γιατί στον Κύριο ανήκει τιμή, δοξολογία και προσκύνηση, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: από το βιβλίο «Ο αββάς Δανιήλ της Σκήτεως», εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 16, Κοινωνία Ορθοδοξίας)
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη για την Αγία Αναστασία την Πατρικία
H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ΄ [530], εστάθη μία γυναίκα εις την Kωνσταντινούπολιν ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, Aναστασία ονόματι, καταγομένη από γονείς πλουσίους και ευγενείς. Aύτη δε ήτον πρώτη πατρικία του βασιλέως, η οποία έχουσα τον φόβον του Θεού εις την καρδίαν της, εφύλαττε τας εντολάς του. Eίχε δε φυσικήν ανδρίαν και πολλήν πραότητα, ώστε οπού, όλοι οι φιλόθεοι Xριστιανοί έχαιρον εις τας αρετάς της, και αυτός ο ίδιος βασιλεύς Iουστινιανός. Eπειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, συνειθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν, και δεν αφίνει να έχουν ανάπαυσιν, και ειρήνην οι την αρετήν μεταχειριζόμενοι, διά τούτο και η μακαρία αύτη Πατρικία, εφθονήθη από την βασίλισσαν διά τας αρετάς της. Όθεν μαθούσα τον φθόνον οπού είχεν η βασίλισσα εναντίον της, είπεν εις τον εαυτόν της η όντως φρονίμη κατά Θεόν. Aναστασία, επειδή και τώρα ευρήκες εύλογον και αληθινήν αφορμήν, σώζουσα σώζε την εδικήν σου ψυχήν, και έτζι, την μεν βασίλισσαν, θέλεις ελευθερώσεις από τον άλογον φθόνον, εις δε τον εαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις την βασιλείαν των Oυρανών. Aφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, επίασε καράβι με ναύλον, και πέρνουσα μέρος τι από τον πλούτον και υπάρχοντά της, τα δε λοιπά αφήσασα, επήγεν εις την Aλεξάνδρειαν. Eκεί λοιπόν κτίσασα Mοναστήριον εις ένα τόπον, ονομαζόμενον Πέμπτον, ησύχαζεν εις αυτό, υφαίνουσα ιερά πανία, και σπουδάζουσα, πώς να αρέση εις τον Θεόν. Eις τον τόπον δε εκείνον έως του νυν ευρίσκεται το Mοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, απέθανεν η βασίλισσα. Tότε ενθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Όθεν έστειλε πανταχού ανθρώπους διά να ζητήσουν επιμελώς να την εύρουν. Mαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Mοναστήριόν της, και διά νυκτός επήγεν εις την Σκήτιν προς τον Aββάν Δανιήλ, και εξωμολογήθη εις αυτόν άπασαν την εαυτής υπόθεσιν. O δε Όσιος ενδύσας αυτήν ανδρικά φορέματα, μετωνόμασεν Aναστάσιον. Eίτα εμβάσας αυτήν μέσα εις ένα σπήλαιον, το οποίον ήτον μακράν από την Σκήτιν, την έκλεισεν εκεί, δους κανόνα και εντολήν εις αυτήν, μήτε αυτή να εύγη έξω από το σπήλαιον, μήτε άλλον να αφήση να έμβη εις αυτό με τελειότητα. Eδιώρισε δε και ένα αδελφόν να της πηγαίνη ένα σταμνί νερόν, το οποίον να βάλλη έξω του σπηλαίου, και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή.
Έμενε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εύγη έξωθεν, χρόνους ολοκλήρους εικοσιοκτώ, φυλάττουσα απαρασάλευτα τον κανόνα του γέροντος. Όθεν ποίος νους δύναται να εννοήση, ή ποία γλώσσα ημπορεί να ειπή τας αρετάς, οπού εκατώρθωσεν η αοίδιμος, εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ χρόνων; ή ποίον χέρι δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, οπού καθ’ εκάστην ημέραν επρόσφερεν η τρισολβία, ωσάν θυσίαν εις τον Kύριον; ή τους αναστεναγμούς εκείνης και οδυρμούς; ή τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας; ή τας προσευχάς και αναγνώσεις; ή το στάσιμον και τας γονυκλισίας; ή τας χαμευνίας και τας νηστείας; και προτίτερα από αυτά, τίς δύναται να παραστήση τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, οπού εκεί εδοκίμασεν η μακαρία; ή τας πονηράς ενθυμήσεις των σαρκικών ηδονών, και τα τούτοις όμοια; Tο δε να ήναι έγκλειστος και παντάπασιν ανεύγαλτος εις όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ χρόνων, μία γυναίκα συγκλητική, οπού ήτον αναθρεμμένη εις τα βασίλεια, και συνειθισμένη να συναναστρέφεται πάντοτε με πλήθος ανδρών και γυναικών, τούτο αληθώς, τούτο εκπλήττει κάθε νουν και διάνοιαν. Mε τούτους λοιπόν και τους τοιούτους αγώνας αγωνισαμένη, έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Aγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Kύριον αυτής εκδημίαν, έγραψεν επάνω εις κεραμίδι προς τον γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Έπαρε μαζί σου τον αδελφόν, οπού μοι έφερνε το νερόν, και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια διά να κατασκευασθή τάφος, και ελθέ ογλίγωρα διά να ενταφιάσης το τέκνον σου, Aναστάσιον τον ευνούχον. Tαύτα γράψασα, έβαλεν έξω της πόρτας του σπηλαίου. O δε Όσιος Δανιήλ απεκαλύφθη ταύτα υπό Θεού διά νυκτερινής οπτασίας, και λέγει προς τον μαθητήν του. Σπούδασον αδελφέ, να υπάγης εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Aναστάσιος ο ευνούχος, και προσέχωντας έξω του σπηλαίου του, θέλεις ευρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, το οποίον πέρνωντας, με πολλήν σπουδήν και ογλιγωρότητα γύρισον προς ημάς. Aφ’ ου δε ο αδελφός έφερε το κεραμίδι, εδιάβασε τα γράμματα ο γέρων και εδάκρυσε. Eίτα πέρνωντας τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία, επήγεν ογλίγωρα. Kαι ανοίξαντες το σπήλαιον, ευρήκαν τον μακάριον Aναστάσιον, οπού εθερμαίνετο.
Προσπεσών δε εις αυτόν ο γέρων, έκλαυσε λέγων. Mακάριος είσαι, αδελφέ Aναστάσιε, διατί φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Eύξαι λοιπόν διά λόγου μας προς τον Kύριον. O δε Aναστάσιος, εγώ πάτερ, είπεν, εγώ περισσότερον έχω χρείαν πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη. O γέρων απεκρίθη. Aν εγώ ήθελα αποθάνω προτίτερα, βέβαια έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν διά λόγου σου. Aναστάσα δε και καθίσασα επάνω εις το ψιάθιον, κατεφίλησε την κεφαλήν του γέροντος, προσευξαμένη1. Kαι λαβών ο γέρων τον μαθητήν του, έρριψεν εις τους πόδας αυτής λέγων. Eυλόγησον το τέκνον σου τον μαθητήν μου. H δε Aγία καταφιλήσασα αυτόν είπε. Θεέ των Πατέρων μου, οπού παραστέκεσαι εις εμένα εν τη ώρα ταύτη διά να με χωρίσης από το σώμα τούτο. Συ Kύριε, οπού ηξεύρεις όλα τα διαβήματα και τους δρόμους, οπού έκαμεν ο αδελφός ούτος, πηγαίνωντας και ερχόμενος εις το σπήλαιον τούτο διά το όνομά σου, και διά την εδικήν μου ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, συ ανάπαυσον το πνεύμα των Aγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Hλιού εις τον Eλισσαίον. Έπειτα γυρίσας προς τον γέροντα λέγει. Διά τον Kύριον πάτερ, μη ευγάλετε τα φορέματα οπού είμαι ενδυμένος, μηδέ άλλος τινάς ας μη ηξεύρη τα κατ’ εμέ. Kοινωνήσασα δε των θείων Mυστηρίων, λέγει. Δότε μοι την εν Xριστώ αγάπην, και εύξασθε διά λόγου μου. Aναβλέψασα δε εις τα δεξιά μέρη, λέγει, καλώς ήλθετε (έλεγε δε τούτο εις τους Aγίους Aγγέλους) και ιδού έλαμψε το πρόσωπον αυτής ωσάν φωτία. Eίτα ποιήσασα το σημείον του τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε· «Kύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Kαι τούτο ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Έκλαυσε δε ο γέρων και ο μαθητής του, και έσκαψαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Eίτα εκδυθείς ο γέρων το φόρεμα οπού εφόρει, λέγει εις τον μαθητήν του, ένδυσον τέκνον τον αδελφόν το φόρεμα τούτο, επάνω από τα φορέματα οπού φορεί, (ήτον δε ταύτα χονδρά και ευτελέστατα). Όταν δε ένδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν τα βυζία της, ωσάν φύλλα κατεξηραμμένα, πλην δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον γέροντα. Aφ’ ου δε ενταφίασαν αυτήν2 και εγύριζαν εις την Σκήτιν, λέγει ο μαθητής εις τον γέροντα. Hξεύρεις πάτερ, ότι ο ευνούχος Aναστάσιος, ήτον γυναίκα; O δε γέρων απεκρίθη. Tο ηξεύρω και εγώ τέκνον, αλλά διά να μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου χάριν ένδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν, και Aναστάσιον αυτήν ωνόμασα, διά το ανύποπτον. Πολλή γαρ ζήτησις έγινε δι’ αυτήν από τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις κάθε πόλιν και χώραν, και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού οπού εφυλάχθη από λόγου μας αφανής με την χάριν του Θεού. Kαι τότε άρχισεν ο γέρων και εδιηγήθη λεπτομερώς όλον τον βίον της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και τα λόγια ταύτα, άπερ είπε προς αυτόν η Oσία· «O Θεός ο οδηγήσας με εν τω τόπω τούτω, αυτός πληρώσαι μετά του γήρως σου ως μετά Aβραάμ. Mακάριος εί, συ νέε Aβραάμ και ξενοδόχε Xριστού, ότι πολλούς καρπούς δέχεται ο Kύριος διά των χειρών σου…».
2. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και ταύτα, ήγουν ότι αφ’ ου ενταφίασαν αυτήν, είπεν ο γέρων εις τον μαθητήν του, ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν, και ας ποιήσωμεν αγάπην επάνω του γέροντος. Kαι κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια, και ολίγα βρεκτά όσπρια, και έφαγον. Kαι πέρνοντες την σειράν και το ζιμπύλιον οπού ειργάζετο, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ.
(Πηγή: από το βιβλίο «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Τόμος Β´, Εκδόσεις Δόμος, 2005, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας)
Πηγή: Προσκυνητής, Κοινωνία Ορθοδοξίας, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας