Ο άγιος πατέρας μας Βενέδικτος γεννήθηκε περί το 490 στη Νουρσία, μικρή επαρχιακή πόλη που βρίσκεται στα βουνά βόρεια της Ρώμης, και ήταν γόνος πλούσιας και ευσεβούς χριστιανικής οικογένειας. Σταλμένος στη Ρώμη για σπουδές, έχοντας από μικρός αποκτήσει σοφία γέροντα, με μόνη του επιθυμία να αρέσει στο Θεό, περιφρόνησε τις ηδονές του κόσμου και τις μάταιες υποσχέσεις του και έβαλε πλώρη για το μοναχικό Σχήμα.
Κάνοντας στάση στην κωμόπολη της Ενφίδης (σημ. Effide), η τροφός του, που τον είχε ακολουθήσει με την αφοσίωση μητέρας, δανείστηκε ένα πήλινο κόσκινο να περάσει το στάρι για να φτιάξει ψωμί. Το σκεύος όμως πέφτοντας κάτω έσπασε. Βλέποντας τη θλίψη της, το νεαρό αγόρι βάλθηκε να προσεύχεται γοερά και όταν σηκώθηκε της έδωσε το κόσκινο ανέπαφο. Απο το θαυμασμό τους γι’ αυτό το θαύμα οι κάτοικοι κρέμασαν το κόσκινο στην πόρτα της εκκλησίας. Φοβούμενος ότι θα χάσει την εύνοια του Θεού από τη μάταιη ανθρώπινη δόξα, ο Βενέδικτος έφυγε κρυφά και αποσύρθηκε στο Σουβιάκο, που βρίσκεται στις οροσειρές των Αβρούζων, σε μια σπηλιά ανοιγμένη σε ύψος εξήντα μέτρων, όπου παρέμεινε αγνοούμενος από τους ανθρώπους, εκτός από ένα κοινοβιάτη μοναχό, ονόματι Ρωμανό, που του φόρεσε το μοναστικό ένδυμα και του έφερνε κρυφά προμήθειες εξοικονομημένες από τη μερίδα του.
Μια μέρα, εκεί που ο άγιος προσευχόταν μόνος, του παρουσιάστηκε ο διάβολος με μορφή μαυροκότσυφα και αμέσως μετά δέχτηκε σφοδρή επίθεση από σαρκικούς πειρασμούς σε τέτοιο σημείο, που ήταν σχεδόν αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη μόνωσή του, όταν παρακινούμενος από τη Χάρη, ρίχτηκε γυμνός σε μια βάτο με αγκάθια νικώντας έτσι την ηδονή οριστικά δια του πόνου. Ανταμοίβοντάς τον ο Θεός με την απάθεια της σαρκός, είχε στο εξής κάθε δικαίωμα να διδάξει στους άλλους την αρετή, σαν ένας ώριμος άντρας.
Όταν εκοιμήθη ο ηγόυμενος του παρακείμενου μοναστηριού του Βικοβάρο, οι μοναχοί με την επιμονή τους κατάφεραν να τον πείσουν να τον διαδεχθεί. Μόλις όμως αυτός πήγε να τους επιβάλει μια αυστηρή πειθαρχία με βάση το Ευαγγέλιο, που αντιμαχόταν την στρεβλή διαγωγή τους, άρχισαν να δυσανασχετούν εναντίον του, και δοκίμασαν μάλιστα να τον δηλητηριάσουν. Τη στιγμή ομως που ο άνθρωπος του Θεού έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από την καράφα με το φαρμακερό ποτό, που του έφεραν, το γυαλί έγινε θρύψαλα. Με το πρόσωπο ατάραχο και ειρήνη στην ψυχή, ανεξίκακος απέναντί τους, άφησε τους ανεπίδεκτους διόρθωσης και επανήλθε στην έρημο.
Προοδεύοντας σε αρετή και θεωρία, προσήλκυσε ικανό αριθμό μαθητών. Τους οργάνωσε σε δώδεκα μοναστήρια γύρω στα περίχωρα, το καθένα με δώδεκα μοναχούς και χωριστό προεστό που τον ενημέρωνε για τη ζωή στο κοινόβιο και την πνευματική πρόοδο καθε μοναχού. Ο Βενέδικτος ήταν ταυτόχρονα ο πνευματικός τους πατέρας και ζώσα προσωποποίηση της τέλειας τήρησης των μοναστικών κανόνων. Μεριμνούσε για κάθε υλική τους ανάγκη με τη βοήθεια της θείας χάρης, και διακρίνοντας τους μύχιους λογισμούς τους δεν δίσταζε με πατρική αγάπη να τους διορθώνει, μεταχειριζόμενος κάποιες φορές σωματικά επιτίμια, για να τους αναγκάσει να αποτινάξουν τις κακές συνήθειες.
Περί το 529 άφησε το Σουβιάκο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας μαθητών. Τέλος έφθασαν στο όρος Κασσίνο, που υψωνόταν στο μέσο μεταξύ Ρώμης και Νάπολης, και στην κορυφή του υπήρχε ναός αφιερωμένος άλλοτε στη λατρεία του Απόλλωνα. Ο άγιος άρχισε να σπάει το έιδωλο και αναποδογύρισε το θυσιαστήριο για να μεταμορφώσει το ναό σε εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Μαρτίνο της Τουρ (11 Νοεμ.). Έκοψε τα δέντρα όπου οι κάτοικοι επιδίδονταν ακόμη στη λατρεία των ειδώλων, και κατάφερε να τους μεταστρέψει με τον αποστολικό του λόγο.
Σε εποχή σιτοδείας, με τη προσευχή του έκανε να πλεονάζουν στο μοναστήρι το σιτάρι και το λάδι, έτσι ώστε να αφήνονται οι μοναχοί να ενδιατρίβουν αμέριμνοι στο θείο έργο, από το οποίο τίποτε άλλο δεν αξίζει να προτιμάται.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από τους αγρούς, είδε στην πόρτα του μοναστηριού το άψυχο σώμα ενός παιδιού που ο πατέρας του είχε αποθέσει εκεί. Κινούμενος από ευσπλαχνία ο Βενέδικτος παρακάλεσε τον Κύριο στο όνομα της πίστης του πατέρα του που θρηνούσε και το παιδί ζωντάνεψε.
Στους καιρούς εκείνους των πολέμων και των εισβολών, προανήγγειλε ότι την πτώση της Ρώμης, της άλλοτε πρωτεύουσας του κόσμου, θα τη διαδεχθεί η καταστροφή της Μονής Μοντεκασίνο από τους Λομβαρδούς (583;). Έχοντας ίσως κατά νου αυτη την προφητεία λίγο πριν την εκδημία του, συνέταξε τον Κανόνα του, που απέβη αληθινή χάρτα των μοναχών της Δύσης. Με βάση τα γραπτά των αγίων Πατέρων Παχωμίου, Βασιλείου και Κασσιανού και τα μοναστικά θέσμια που είχε υιοθετήσει στο μοναστήρι του, εκθέτει τις αρχές και τους νόμους λειτουργίας μιας κοινοβιακής μονής.
Λίγο καιρό ύστερα από τη θαυμαστή και στερνή συνομιλία του αγίου με την αδελφή του την αγία Σχολαστική (10 Φεβρ.) και την εκδημία της, καθώς στεκόταν νύχτα στο παράθυρο του προσευχόμενος, είδε ξάφνου ένα αστραποβόλο φως να καταυγάζει τα σκότη, και στο μέσο του θεώρησε τον κόσμο ολόκληρο συναγμένο θαρρείς κάτω από μια μοναδική ηλιαχτίδα. Υψωμένος πάνω από τον κόσμο και εκτός εαυτού χάρη στην ένωσή του με τον Δημιουργό, ο Βενέδικτος μπορούσε όντως να θεωρεί την όλη δημιουργία, όλα όσα υπάρχουν κάτω από τον Θεό, μέσα στο θείο φως που ανάβλυζε από την καρδιά του. Εχοντας φθάσει στα όρια της μέλλουσας ζωής είδε τότε, μέσα σε αυτό το φως, την ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, που ανέβαινε στα ουράνια.
Από τότε ο άγιος Βενέδικτος ανήκε πιο πολύ στον ουρανό παρά στη γη, και έχοντας προαναγγείλει την ημέρα της τελευτής του, πρόσταξε να ανοίξουν το μνήμα του, όπου πριν λίγο καιρό είχαν ενταφιάσει την αδελφή του, και ύστερα παρουσίασε υψηλό πυρετό. Είπε να τον οδηγήσουν στο παρεκκλήσιο, κοινώνησε και στέκοντας όρθιος, στηριζόμενος από τους αδελφούς, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και παρέδωσε την ύστατη πνοή του ψιθυρίζοντας τα λόγια μιας στερνής προσευχής (περί το 560).
Πλήθος θαυμάτων ακολούθησαν, επιτελούμενα χάρη στα λείψανα του αγίου Βενεδίκτου. Ύστερα ομως από τη λεηλασία του μοναστηριού που προκάλεσαν οι Λομβαρδοί, τα λείψανα ξεχάστηκαν μέχρις ότου μοναχοί της Μονής του Φλερύ συρ Λουάρ ήλθαν και τα παρέλαβαν (673) για να τα μεταφέρουν στο μοναστήρι τους, που έλαβε το όνομα του αγίου (Άγιος Βενέδικτος συρ Λουάρ) και όπου μπορούμε και σήμερα ακόμη να τα προσκυνήσουμε.
(Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Μάρτιος, Εκδόσεις Ορμύλια, Κοινωνία Ορθοδοξίας)
Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε:
«Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας»
(«Πίστει και αγάπη αληθεί, κόσμον αρνησάμενος, Πάτερ, εκ βρέφους, όσιε, χαίρων ηκολούθησας τω σταυρωθέντι Χριστώ∙ και πολλοίς αγωνίσμασι την σάρκα νεκρώσας, χάριν των ιάσεων πλουσίως έλαβες, παύειν ασθενείας ποικίλας, και της πονηρίας διώκειν πνεύματα»)
Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστης: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθιά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου. Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει:
«Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε.»
Και:
«Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους.»
Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα.
«Πάλαι ως Ηλίας υετούς, Πάτερ, ουρανόθεν εντεύξει θεία κατήγαγες∙ βλύζειν δε το έλαιον άγγος εποίησας, και νεκρόν εξανέστησας, και άλλα μυρία θαύματα ετέλεσας» (στιχηρό εσπερινού).
Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε,
«εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (το ίδιο).
Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσης μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους, να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους:
«Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου.»
Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο:
«Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου.»
(«Τας σας αγίας προσευχάς προσδεχόμενος Θεός τοις ενδεέσι διά σου εχορήγει τας προς το ζην αφορμάς, μεγάλως επί γης δοξάζων σε, ταις θαυματουργίαις, Βενέδικτε τρισμάκαρ») (ωδή η΄)
(Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ (14 ΜΑΡΤΙΟΥ)», παπα Γιώργης Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἀγῶσι, θεοφόρε Βενέδικτε· υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλώς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοῖς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀνατολῆς τῆς νοητῆς φωστὴρ γενόμενος
Τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναστῶν ὤφθης διδάσκαλος
Διὰ βίου τε καὶ λόγου τούτους παιδεύων.
Ἀλλ’ ἱδρῶσι τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου
Τῶν παθῶν ἡμῶν τὸν ῥύπον ἀποκάθαρον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Βενέδικτε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναζόντων ὁ χαρακτήρ· χαίροις θεοδρόμου, ζωῆς ὁ ὑποφήτης, Βενέδικτε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.