Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων.
Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος.
Χριστόδουλον δεκάτεραν καθ ᾿ ἔκτην,εἰς Ὀλύμπῳ.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος‚ κατά κόσμον Ἰωάννης‚ γεννήθηκε στὸ πρῶτο (α') τέταρτο τοὺ 11ου αἰώνα – πιθανόν περί τὸ 1020 – σὲ μὶα κώμη κοντά στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό εὐσεβείς καὶ ἐνάρετους γονείς‚ τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα.
Ὁ νεαρός Ἰωάννης διδάχθηκε ἀπό μικρός τὰ γράμματα καὶ ἐντρύφησε μὲ ζήλο στὴ μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπό τὴν ἐφηβική του ἠλικία φλεγόταν ἀπό τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδό τοῦ μοναχικού βίου. Οὶ γονείς του‚ φοβούμενοι μήπως τὸν χάσουν ἀπό κοντά τους‚ ἐπέμεναν νὰ νυμφευθεί‚ ἀλλά πρὶν ἀπό τὸν γάμο ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφυγε κρυφά ἀπό τὸ χωριό του‚ καταφεύγοντας στὸ ὅρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας ὅπου υπήρχαν πολλά μοναστήρια καὶ κελλιά. Ἐκεί ὁ Ἰωάννης ἔγινε δόκιμος «τεθείς ὑπό τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν διαπαιδαγῶγησιν τοῦ Προηγουμένου τῆς ἱεράς ἐκείνης ποίμνης»‚ ὁ ὁποίος‚ βλέποντας τὸν ζήλο του‚ τὸν ἔκειρε μοναχό τὸ ἔτος 1043 καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὅνομα Χριστόδουλος‚ ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ἀγάπης για τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη σὲ κάποια μονῆ τῆς περιοχής καὶ περί τὸ 1045‚ μετά τὸν θάνατο τοῦ πνευματικού πατέρα του‚ πραγματοποίησε ἔνα μακρόχρονο προσκυνηματικό ταξίδι‚ γιὰ τὸ ὁποίο διασώζονται λίγες πληροφορίες. Ἐπισκέφθηκε κατά πάσα πιθανότητα τὴ Ρώμη‚ μὲ σκοπό νὰ προσκυνήσει τοῦς τάφους τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἀπό ἐκεί μετέβη γιὰ προσκύνημα στοῦς Ἀγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια ἀνεχῶρησε στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης‚ ὅπου πιθανώς ἐγκαταβίωσε στὴ μονή τοῦ Ἀγίου Σάββα καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ἄσκηση.
Μετά τὴν εἰσβολή τῶν Σελτζούκων Τούρκων στῆν Παλαιστίνη καὶ πιθανόν μετά τῆν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ (1070)‚ ἀλλά καὶ λόγω τοῦ κύματος ἐπιθέσεων τῶν Ἀγαρηνῶν στὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης‚ οἱ μοναχοί ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλήψουν τὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος‚ μαζί μὲ ἄλλους μοναχούς‚ κατευθύνθηκε στὸ ὅρος Λάτρος ἤ Λάτμος‚ κοντά στὴ Μίλητο τῆς μικρασιατικής Καρίας‚ ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοί μοναχοί τῆς Αἱγύπτου ἀπό τὶς περιοχές τοῦ Σινά καὶ τῆς Ραϊθώ‚ μετά ἀπό τὶς φονικές ἐπιθέσεις τῶν Βλεμμύων Ἀράβων. Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐντάχθηκε στῆ μοναστική κοινότητα τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου στὸ ὅρος Λάτρος‚ ποὺ ἱδρύθηκε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα ἀπό τὸν Παύλο τὸ Νέο καὶ λειτουργούσε ῶς Λαύρα. Ὀ μοναχισμός στό ὅρος Λάτρος βρισκόταν τὴν περίοδο ἐκείνη σὲ μεγάλη ἀκμή καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε μὲ ζήλο στὴν προσευχή καὶ τὴ νηστεία.
Λόγω τοῦ ἐνάρετου‚ ἀσκητικού βίου του ἀπέκτησε μεγάλη φήμη.Διακρίθηκε στην πνευματική ζωή μὲ τὸ ἦθος του‚ τοῦς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τῆν πνευματική του κατάρτιση‚ γεγονός ποὺ σύντομα ὀδήγησε τοῦς μοναχούς τοῦ Στύλου νὰ τὸν ἐκλέξουν ἠγούμενο τῆς Λαύρας. Παράλληλα‚ διορίστηκε ἀπό τὸν Πατριάρχη Κοσμά Α' Ἱεροσολυμίτη (1075-1081) πρώτος καὶ ἀρχιμανδρίτης ὅλων τῶν μονών τοῦ Λάτρους. Στὴν τριετή θητεία του (1076-1079) ἀνέπτυξε ἀξιομνημόνευτη δράση. Κατέβαλε ἱδιαίτερες προσπάθειες στὴν ὀργάνωση τῶν κοινοβίων στὴν περιοχή‚ φρόντισε γιὰ τὸν ἐμπλουτισμό τῆς βιβλιοθήκης μὲ νέα βιβλία καὶ μερίμνησε γιὰ τῆν κατασκευή ὀχυρωτικών ἔργων ποὺ στόχο εἶχαν τὴν προστασία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου. Ἦ παρουσία του στὸ Λάτρος φωτίζει ἀρκετές πτυχές σχετικά μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση τοὺ μοναχισμού στὴν περιοχή‚ ἀλλά καὶ γενικά ὅσον ἀφορά τὸ θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τῶν μοναστικών ἱδρυμάτων καὶ τὴ διαχείρηση τῶν περιουσιακών στοιχείων τους κατά τὸν 11ο αἰώνα. Ἦ φήμη τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας‚ τοῦ ἐδόθη δὲ τὸ ἐπίθετο Λατρηνός.
Κατά τὸ διάστημα ποὺ ὁ Χριστόδουλος τελούσε ἠγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ τὸ Λάτρος ἤταν ἐκτεθειμένο ἀμεσα σὲ ἐξωτερικούς κινδύνους λόγω τῶν ἐπιδρομών τῶν τουρκικών φύλων στην εὐρύτερη περιοχή. Σημαντικές ἤταν καὶ οὶ ἐσωτερικές δυσκολίες‚ δεδομένου ὅτι διατυπώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοδούλου κατηγορίες γιὰ τὴ διαχείρηση τῶν οἱκονομικών τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου‚ οἱ ὁποίες ὡστόσο ἀφορούσαν‚ τὸ πιθανότερο‚ τὸ αὐτοδέσποτο καθεστώς τῆς Μονῆς. Μὲ σκοπό νὰ συναντηθεί μὲ τὸν Πατριάρχη Κοσμά Α' καὶ νὰ διευκρινίσει τὴν ὑπόθεση‚ στὶς ἀρχές τοῦ 1079 ὁ Χριστόδουλος πραγματοποίησε τὸ πρώτο του ταξίδι στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀρχικά ἔτυχε εὐνοϊκής ἀκρόασης‚ ἀλλά ἀργότερα ἐκδόθηκε ἐπίσημη πατριαρχική ἀπόφαση‚ «λύσις»‚ εἶς βάρος του. Πρὸς ὑπεράσπιση τοῦ εαὐτού του καὶ τοῦ καθεστώτος τῆς Μονῆς‚ ὁ Χριστόδουλος ἀπέστειλε γραπτή ἀπολογία (ὑπομνημιστικόν)‚ στὴν οποία‚ ἀφού τόνισε ὅτι ἡ λαύρα τοὺ Στύλου ἱδρύθηκε από τὸν ὅσιο Παύλο - «ἡ ἐν τῶ Λάτρω ὅρει τοῦ Στύλου λαύρα ἕσχε μὲν δομήτορα τὸν ἐν ὁσίοις περιβόητον Παύλο» - καὶ ὅτι ουδέποτε υπήρξε υποτελής‚ ἀμφισβήτησε τὴ νομιμότητα τῶν ἀπαιτήσεων του πατριάρχη γιὰ καταβολή χρημάτων. Τελικά‚ ὅπως φαίνεται‚ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Θεοτόκου τοὺ Στύλου ἀθωώθηκε ἤδη ἐπί πατριαρχίας Κοσμά Α' (1075-1081). Ἠ ἀπαλλακτική ἀπόφαση ἑπικυρώθηκε καὶ ἀπό τοὺς ἐπόμενους πατριάρχες Εὐστράτιο (1081-1084) καὶ Νικόλαο Γ΄ (1085-1111).
Ἀπό τὸ Μάρτιο τοὺ 1079 ὁ Χριστόδουλος ἔπαψε νὰ ἀσκεί αὐτοπροσώπως τὴν ἠγουμενία καὶ ἀνεχώρησε ἀπό τὸ Λάτρος‚ ἀφού πρώτα διόρισε μὲ «ἔνταλμα» ἀντικαταστάτες στὴ διοίκηση τῆς Μονῆς τοῦς μοναχούς Σάββα καὶ Λουκά. Πιθανή αἰτία γιὰ τῆν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοδούλου ἀπό τῆ Μονῆ τῆς Θεοτόκου τοὺ Στύλου θὰ μπορούσε νὰ θεωρηθεί ἡ πίεση ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων ἐπιδρομών τῶν τουρκικών φύλων‚ ἐφόσον ἄλλωστε ἠ ἡγουμενία του ἤταν ἐπιτυχής καὶ ἐπιπλέον ἠ Μονή βγήκε κερδισμένη κατά τὴν ἀντιπαράθεση με τὸ Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Πρῶτος σταθμός στὴ μετανάστευση τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῆς μικρής ὁμάδας μοναχών ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀποτέλεσε ἠ Στρόβιλος‚ πόλη στὰ μικρασιατικά παράλια τῆς Λυκίας (1079-1080). Στὴ Στρόβιλο ἐγκαταστάθηκε γιὰ λίγους μήνες σὲ κάποια Μονῆ‚ ὁ ἡγούμενος τῆς ὁποίας ἤταν ὁ Ἀρσένιος Σκηνούριος καταγόμενος ἀπό τῆ νῆσο Κῶ‚ ὅπου μετέβη‚ ἀφού προηγουμένως παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν - ἤδη γνώριμό του - Χριστόδουλο. Σύντομο ὅμως θὰ εἶναι τὸ διάστημα τῆς παραμονής τοῦ Χριστοδούλου στὴ Στρόβιλο. Ἐπειδή τὴν περιοχή ἀπειλοῦσαν οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων‚ μὲ σύσταση τοῦ Σκηνούρη‚ ὁ Χριστόδουλος θὰ διαπεραιωθεῖ στὴν Κῶ στὶς ἀρχές τοῦ 1080.
Ἐκεί φιλοξενήθηκε καὶ πάλι ἀπό τὸν Σκηνούριο‚ ἀναζητώντας στὶς ἰδιοκτησίες τοῦ Κώου μοναχού τὴν κατάλληλη θέση γιὰ τὴν ἀνέγερση μοναστηριοῦ. Τὴν εἴδηση αὐτή μᾶς δίνει ὁ ἴδιος στὴν «Ὑποτύπωση»‚ ποὺ θὰ συντάξει ἀργότερα, τὸν Μάϊο τοῦ 1091, στὴν ὁποία, μάλιστα, ὑπογραμμίζει τὰ ἠθικά καὶ πνευματικά χαρίσματα τοῦ Σκηνούρη, ὁ ὁποίος ὑποσχέθηκε νὰ βοηθήσει στὸ κτίσιμο τῆς Μονῆς. Ἐξετάζοντας ὁ Χριστόδουλος ὅλα τὰ ἀκίνητα τοῦ Σκηνούρη στὴν Κῶ, συνάντησε ἕνα μεγάλο καὶ ἀκατοίκητο λόφο μὲ πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, ποὺ οἱ κάτοικοι ὀνόμαζαν «Πήλιον» (τὸ σημερινό Παλαιό Πυλί). Ἐκεῖ θὰ ἱδρύσει τὴν Ἱερά Μονῆ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Καστριανῶν ἤ τοῦ Πηλέ. Στὴ Μονῆ θὰ ἀρχίσουν νὰ συρρέουν μοναχοί καὶ να γίνονται ἀφιερώσεις ἀπό τοὺς κατοίκους τοὺ νησιοῦ μὲ υλικά ἀγαθά, ἀλλά καὶ ἀκίνητα ποὺ θὰ προστεθοῦν στὶς κτήσεις τοῦ Σκηνούρη, οἱ ὁποίες εἶχαν ἤδη περιέλθει στὴν κυριότητα τῆς Μονῆς. Θὰ ἐξασφαλίσει ἐπίσης ὁ Χριστόδουλος καὶ τὶς ἀπαραίτητες φορολογικές ἀπαλλαγές μὲ «πιττάκιον» τοῦ Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτη.
Τὸ ἔγγραφο αὐτό τοῦ Βοτανειάτη, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1080, μνημονεύεται δύο φορές ἀπό τὸν Χριστόδουλο ὡς «χρυσόβουλλο» στὴν ὑποτύπωση καὶ στὸν κωδίκελλο, μὲ τὸν ὁποῖο συμπλήρωσε ὁ Ὅσιος τὴ διαθήκη του τὸν Μάρτιο τοῦ 1093. Σύμφωνα μὲ τὸ «πιττάκιον», ὁ Βοτανειάτης δώριζε μὲ ἐξκουσσία στὸν Χριστόδουλο καὶ στοὺς μαθητευόμενους μοναχούς του δὺο «τοπία» τῆς Κῶ, δηλαδή μικρές ἐκτάσεις γῆς ποὺ ἀνῆκαν ἀσφαλῶς στὸ δημόσιο: Τὸ «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» καὶ «τὸ τοῦ Πιλέ». Ἡ ὀνομασία «Καστέλλον» ἤ «Καστριανόν» ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ἐκεῖ ὑπήρχε ἕνα φρούριο, ποὺ δὲν ξέρουμε ἄν κτίστηκε πρὶν ἀπό τὴν ἐποχή τοῦ Σκηνούρη ἤ ἄν τὸ ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ Χριστόδουλος. Πρόκειται πάντως γιὰ τὸ ἐπιβλητικό φρούριο ποὺ διακρίνεται σήμερα ἐρειπωμένο στὴν κορυφή τοῦ λόφου, ἐνῶ βορειδυτικά στὸ λόφο τοῦ Πιλέ ποὺ εἶναι συνεχόμενος τοῦ προηγούμενου, κτίστηκε ἡ Μονῆ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ὀνομάστηκε καὶ αὐτή τῶν «Καστριανῶν».
Τὸ καθολικό τῆς Μονῆς, ποὺ διατηρἠθηκε ὥς τὶς μέρες μας, χωρίς ὅμως νὰ θυμίζει τὸν περικαλλή ἐκεῖνο ναό τοῦ Χριστοδούλου, τιμᾶται τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντής τοῦ Κυρίου (Θεομητορική ἐορτή), τῆ 2α τοῦ Φεβρουαρίου μηνός. Τὴν ἰσχύ τοῦ «πιττακίου» θὰ ἐπικυρώσει καὶ θὰ ἐπαυξήσει λίγο ἀργότερα, τὸν Μάρτιο τοῦ 1085, ὁ Ἀλέξιος Α' ὁ Κομνηνός μὲ χρυσόβουλλό του. Σὲ αὐτό μνημονεύονται ἀόριστα καὶ οἱ ἀφιερώσεις κτημάτων τῶν μοναχῶν Μαρίας Καβαλλουρίνας καὶ Νίκωνα Ἀσκεπῆ. Ὁ Χριστόδουλος στὸν κωδίκελλό του ἀναφέρεται σὲ δύο «προάστια» (ἰδιοκτησίες γεωργικές καὶ οἰκιστικές μονάδες κοντά σὲ ἀστικές περιοχές), τὸ «Ἀναβασίδιον» καὶ οἱ «Καρδιασμένοι», ποὺ ἡ μονή του δέχτηκε σὰν δωρεά ἀπό τὸ «βεστάρχη» (προϊστάμενο τῆς ἱματιοθήκης) Κωνσταντίνο Καβαλλούρη, ἀδελφό τῆς Μαρίας Καβαλλουρίνας καὶ ἀξιωματούχο τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Εἶναι τὰ κτήματα ποὺ ταυτίζονται μὲ τὰ μνημονευόμενα στὸ χρυσόβουλλο τοῦ Ἀλεξίου Α' τοῦ Κομνηνού.Τὸ κτήμα, μάλιστα, τῶν Καρδιασμένων θὰ μποροῦσε νὰ τοποθετηθεῖ στὴ νότια παραλία τῆς Κῶ, στὴ σημερινή Καρδάμενα.
Κατά τὴ διάρκεια τῆς παραμονής τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ σημειῶθηκαν καταστροφικές ἐπιδρομές τῶν τουρκικών φύλων στὸ Λάτρος. Ὁ Χριστόδουλος ἐλαβε δραστικά μέτρα καὶ ἔστειλε ἔνα πλοίο μὲ σκοπό νὰ μεταφέρει τὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τοῦ Στύλου καὶ νὰ περισώσει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τὶς καταστροφές. Ὅταν ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορά τὴν Κωνσταντινούπολη μετέφερε μαζί του τὰ περισωθέντα βιβλία, τὰ ὁποία παρέδωσε στὸν Πατριάρχη Νικόλαο Γ' (1085-1111) πρὸς φύλαξη. Βασικός σκοπός τοῦ ταξιδιού ἤταν ἡ ἐπίσημη παραίτηση ἀπό τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου.
Νιώθοντας ὄχι καὶ τόσο ἱκανοποιημένος ὁ Χριστόδουλος ἀπό τὶς μέχρι τῶρα ἀφιερώσεις τῶν πιστῶν πρὸς τὴ νέα Μονῆ τῆς Θεοτόκου στὴν Κῶ, ἡ ὁποία μὲ τὶς δωρεές σὲ σύντομο χρονικό διάστημα ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, καὶ θέλοντας νὰ ἐνισχυθεῖ μὲ περισσότερες ἀκόμη κτήσεις καὶ ἀπό άλλα νησιά, τὸ καλοκαίρι τοὺ 1087 ταξίδεψε γιὰ δεύτερη φορά στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπισκέφθηκε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ δωρήσει στὴ Μονή του ὁλόκληρο τὸ νησί Λειψώ καὶ ἀπό τὴ Λέρο τὰ «προάστια» «Παρθένιον» καὶ «Τεμένια», ὡς καὶ τὸ μισό κάστρο τοῦ «Παντελίου» μὲ ὅλες τὶς προσόδους του. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118)‚ ἔχοντας καὶ τὴν πρόθυμη συγκατάθεση τῆς μητέρας του Ἄννας Δαλασσηνῆς‚ ἀποδέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ Χριστοδούλου καὶ ἔσπευσε χωρίς χρονοτριβή στὴν ἔκδοση τοῦ χρυσόβουλλου‚ τόν Μάϊο τοῦ 1087, γιὰ τὴν ἱκανοποίησή του. Ὁ Χριστόδουλος γράφει στὴν Ὑποτύπωσή του ὅτι τὰ δύο «προάστια» Τεμένια καὶ Παρθένι ἀπέκτησε «κατά λόγον δεσποτείας» ἀπό τοὺς κατόχους τους Σκηνούρη καὶ Καβαλλούρη‚ ὁ δὲ αὐτοκράτορας μὲ τὸ χρυσόβουλλό του ἐπεκύρωσε τὴ δωρεά τῶν προαστίων αὐτῶν‚ ποὺ κατείχε ἤδη ὁ Χριστόδουλος («ἅ καὶ προκατεῖχον»). Ἔτσι ἡ Μονῆ τῆς Κῶ ἐνδυναμώθηκε ἀκόμη πιὸ πολύ μὲ τὶς νέες κτήσεις τοῦ ἡγουμένου της.
Ὁ Χριστόδουλος φάνηκε ὅτι ἠρέμησε γιὰ λίγο. Γρήγορα ὅμως διαπίστωσε ὅτι οἱ μοναχοί του ἐνοχλοῦνταν ἀπό τὶς συχνές δοσοληψίες μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς‚ τῶν ὁποίων τὰ κτήματα καθώς συνόρευαν μὲ τὰ ἀκίνητα τῆς Μονῆς‚ γίνονταν ἀφορμή νὰ προκαλούνται διαμάχες μεταξύ τους‚ ποὺ βύθιζαν τοὺς μοναχούς στὴν «τύρβη τῶν βρασμῶν τῶν βιωτικῶν»‚ ἀποσπώντας τους ἀπό τὸν καθαρά ἀσκητικό τους προορισμό. Τὸ γεγονός αὐτό ἔκανε τὸν γέροντα νὰ ἀνησυχεί γιὰ τὴν πνευματική τους πορεία τόσο, ὥστε πήρε μία μεγάλη ἀπόφαση χωρίς νὰ ὑπολογήσει τὸ κόστος. Νὰ μεταναστεύσει καὶ πάλι καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ τόπο ἄγονο καὶ χέρσο. Σκέφθηκε, λοιπόν‚ νὰ ἀλλάξει καταφύγιο καὶ διάλεξε τὴ νῆσο Πάτμο‚ ποὺ ἦταν ἐρημική-ἐρειπωμένη ἀπό τὶς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν‚ ἄγονη‚ ἀπροσπέλαστη γιὰ τὰ ἐμπορικά πλοία καὶ παρουσίαζε σχετική ἀσφάλεια ἀπό τὶς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων. Ἐξάλλου‚ εἶχε γι'αὐτόν ἰδιαίτερη σημασία σὰν τόπος, ὅπου δέχτηκε ἄλλοτε τὸν ἡγαπημένον μαθητή τοῦ Χριστοῦ, Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστῆν Ἄγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον‚ ὁ ὁποίος ἔζησε καὶ συνέγραψε τὴν Ἀποκάλυψη. Τὸ γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ζήσει στὴν Πάτμο.
Δὲν χάνει καιρό, καὶ τὸ ἔτος 1088 μεταβαίνει γιὰ τρίτη φορά στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐκληπαρεῖ πάλι τὸν αὐτοκράτορα, αὐτή τὴ φορά, νὰ δεχτεῖ νὰ τοῦ παραχωρήσει τὴν Πάτμο ἐλεύθερη μὲ βασιλική δωρεά, προσφέροντας ὥς ἀντάλλαγμα τῆ νεοϊδρυμένη Μονῆ τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν καὶ τῆ γαιοκτησία της στὴν Κῶ καὶ ἀλλού, μὲ ἐξαίρεση τὰ κτήματα στοὺς Λειψούς καὶ τῆ Λέρο. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός τοῦ πρότεινε τότε ἀντί τῆς Πάτμου νὰ ἀναλάβει τὴν «προστασία» τῶν μονῶν «Κελλία ἤ Ζαγορά» τῆς ὀρεινῆς Θεσσαλίας. Ἐπειδή ὅμως οἱ μοναχοί τῶν μοναστηριῶν αὐτῶν ἀκολουθούσαν διαφορετικούς κανόνες μοναστικῆς ζωῆς ὁ Χριστόδουλος ἀρνήθηκε. Μόνο ὕστερα ἀπό τὴ μεσολάβηση τῆς μητέρας τοῦ αὐτοκράτορα Ἄννας τῆς Δαλασσηνῆς, ὁ Ἀλέξιος ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του, ὑπογράφοντας τὸν περίφημο Χρυσόβουλλο Λόγο - (σώζεται στὴ Μονῆ τῆς Πάτμου) - τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1088, μὲ τὸν ὁποίο ὁρίζεται νὰ δωρηθεί ἠ Πάτμος γιὰ τὴν ἵδρυση Ἱερᾶς Μονῆς. Ἔτσι, ἱδρύθηκε ἡ Ἱερᾶ Μονῆ τοῦ Ἀγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου.
Παράλληλα, ὁ αὐτοκράτορας ὅριζε μὲ τὸ χρυσόβουλλό του νὰ περιέλθουν στὸ δημόσιο ὅλα τὰ ἀκίνητα τῆς Κῶ, τὰ ἀποκτηθέντα ἀπό τὸν Χριστόδουλο, ὁ ὁποίος δὲ νὰ γίνει κύριος ὁλόκληρης τῆς Πάτμου, ἀπαλλαγμένης ἀπό φορολογικές καὶ ἄλλες ὑποχρεώσεις. Ὅριζε ἀκόμη ὅτι οἱ μοναχοί τῆς Πάτμου δὲν θὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκτήσουν νέες κτήσεις, ἐκτός τῆς Λειψῶς καὶ τῶν κτημάτων τῆς Λέρου. Ἀπαγόρευε, τέλος, κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Ὁσίου, νὰ κατοικήσουν στὴν Πάτμο κοσμικοί ὡς πάροικοι γιὰ τὴν ἄσκηση ἐμπορικοῦ ἤ ἄλλου ἐπαγγέλματος. Μόνοι κοσμικοί στὸ νησί θὰ εἶναι οἱ μισθωτοί ἐργάτες τῶν μοναχῶν, καὶ αὐτοί χωρἰς σύζυγο καὶ παιδιά. Ἡ ἀπαγόρευση καθιστοῦσε τὸ νησί ἄβατο στοὺς ἀγένειους (γυναῖκες, παιδιά, εὐνούχους), ἐνῶ οἱ ἀπαραίτητοι μισθωτοί ἐργάτες θὰ διαβιοῦν περίπου σὰν μοναχοί, ποὺ θὰ διαφέρουν ἀπό αὐτους μόνο κατά τὸ σχῆμα.
Ὁ «ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως»‚ ποὺ συνόδευσε τὸν Χριστόδουλο κατά τὴν ἀναχώρησή του ἀπό τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν ὁ Γεώργιος Γρανάτος‚ διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ πρωτοσύγκελλος‚ ποὺ ἔλαβε ἐντολή ἀπό τὸν κριτή καὶ ἀναγραφέα τῶν Κυκλάδων νῆσων Νικόλαο Τζάνζη νὰ καταμετρήσει καὶ νὰ παραδώσει μὲ πρακτικό τὴν Πάτμο στὸν Χριστόδουλο τὸν Αὔγουστο τοῦ 1088. Τὸ νησί ὅμως παραδόθηκε στὸν Χριστόδουλο σχεδόν ἕνα χρόνο ἀργότερα‚ μάλλον τὸν Μάϊο τοῦ 1089‚ ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔγγραφο ἑνός δημόσιου λειτουργοῦ τῆς Κῶ τοῦ Χριστοφόρου τοῦ Κοψηνοῦ‚ ποὺ ὑπογράφει ὡς «μάγιστρος‚ μέγας χαρτουλάριος καὶ ἀναγραφεύς τῆς νήσου Κῶ»‚ στὸν ὁποῖο ὑπαγόταν δημοσιονομικά καὶ ἡ Πάτμος. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτό ὁ Κοψηνός‚ ἐκτελώντας βασιλική προσταγή‚ ἀπαλλάσσει τῆς «στρατείας»‚ δηλαδή ἀποστρατεύει δώδεκα ἔποικους τῆς Πάτμου‚ ποὺ εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ μὲ τὶς οἰκογένειές τους τὸν περασμένο χρόνο‚ μετά τὴν ὑπογραφή τοῦ χρυσόβουλλου ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ καὶ στὴ θέση τους στρατολογεῖ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὰ κτήματα τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ‚ τὰ ὁποῖα‚ ὅπως εἴδαμε‚ περιῆλθαν στὸ δημόσιο μὲ τὴν ἀνταλλαγή. Ἡ στρατολόγηση αὐτή κρίθηκε ἀναγκαία‚ γιατί ἡ ἄγονη Πάτμος ἀδυνατοῦσε νὰ συντηρεῖ στρατιῶτες.
Ὁ Χριστόδουλος ἐπέστρεψε στὴν Κῶ‚ γιὰ νὰ παραλάβει τοὺς συντρόφους του καὶ νὰ κατευθυνθεῖ στὸ νέο τόπο τῆς διαμονῆς του. Ἔτσι‚ γιὰ μία ἀκόμη φορά στὴν ζωή του‚ ὁ Ὅσιος μεταναστεύει‚ αὐτήν τὴν φορά σὲ τόπο ἀφιλόξενο καὶ ἐρημικό‚ τὴ νῆσο Πάτμο‚ ἡ ὁποία θὰ τοῦ προσέφερε τὶς ἱδανικές συνθήκες γιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν πνευματική ζωή τῆς συνοδείας του.
Μετά τὴν παράδοση τῆς Πάτμου‚ ὁ Ὅσιος καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του ξεκίνησαν τὴν ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς στὴν κορυφή τοῦ βουνοῦ‚ ὅπου εὐρίσκοντο ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ τῆς Σκυθίας Αρτέμιδος. Πρῶτο μέλημα τοῦ Χριστοδούλου ἤταν ἡ ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς‚ καθῶς καὶ ἐνός ὀχυρωματικοῦ περιβόλου. Ἡ οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς ἤταν ἔργο δύσκολο καὶ πολύ κοπιαστικό γιὰ τὴν μοναστικῆ ἀδελφότητα‚ ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ προσλάβει ἐργάτες. Προκειμένου νὰ ἐμψυχώνει τοῦς μοναχοῦς‚ παρά τὰ ἐβδομήντα του χρόνια‚ κουβαλούσε ὁ ἵδιος πέτρες καὶ ἀσβέστη καὶ πρωτοστατούσε στὶς ἐργασίες δίνοντας θάρρος στοὺς ὐπόλοιπους. Παρ΄ὅλα αὐτά‚ ἡ σκληρή ἐργασία καὶ ἡ ἄνυδρη‚ ἀφιλόξενη γὴ‚ κούρασαν γρήγορα τοῦς μοναχοῦς‚ οἱ ὁποίοι δὲν μπορούσαν νὰ ὑπομείνουν τὴν τραχύτητα τοῦ μικροῦ νησιοῦ καὶ καθώς ἐνθυμοῦνταν τὶς χάριτες ποὺ τοὺς προσέφερε ἡ Κῶς ἄρχισαν σταδιακά νὰ φεύγουν.
Ἕτσι‚ ὁ Ὅσιος προσέλαβε ἔγγαμους λαϊκούς καὶ τοῦς ἔφερε στὴν Πάτμο μαζί μὲ τὶς οἰκογένειές τους‚ ἀφοῦ ἤταν δύσκολο νὰ βρεῖ πολλοῦς ἀγάμους ποὺ νὰ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν στὸ ἄγονο νησῖ. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ προβλήματα ποὺ ἀπό τὴν ἀρχῆ φοβόταν‚ ἐγκατέστησε τὶς οίκογένειες στὴν ἄλλη πλευρά τοῦ νησιοῦ ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλούν τοὺς μοναχοῦς. Ἀπαγόρευσε στὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά νὰ πλησιάζουν τὸ μοναστῆρι καὶ ὅρισε πενθήμερο ἐργασίας γιὰ τοὺς ἄνδρες‚ κατά τὴν διάρκεια τοὺ ὁποίου αὐτοί ἕμεναν μὲ τοὺς μοναχοῦς καὶ ἐπέστρεφαν τὸ Σαββατοκύριακο στὶς οίκογένειές τους. Ἡ πρόσληψη τῶν ἐργατῶν‚ ὅχι μόνο ἐπιτάχυνε τὶς οίκοδομικές ἐργασίες‚ ἀλλά καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα στὴ μοναχικῆ συνοδεῖα νὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ καὶ πάλι ἡσυχαστικά. Παράλληλα‚ ὁ Χριστόδουλος‚ συντάσσοντας τὸν κωδίκελλό του‚ ζητοῦσε ἀπό τὸν αὐτοκράτορα‚ μὲ τὴν προτροπή ἴσως τῶν μοναχῶν‚ τὴν ἐπιστροφή τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ αὐτοκράτορας ἀπέρριψε τὸ αἴτημα‚ γιατί ἀπό τὴ χρονιά τῆς σύνταξης τοῦ κωδίκελλου (1093) καὶ μετέπειτα δὲν ὑπάρχει καμία μαρτυρία γιὰ τὰ μοναστικά ἱδρύματα καὶ τὶς κτήσεις τοῦ Χριστοδούλου στὴν Κῶ. Πολύ ἀργότερα‚ μετά άπό ἑνάμιση αἰώνα περίπου‚ τὸ 1258‚ ἡ Μονῆ τῆς Πάτμου θὰ ἀποκτήσει μετόχια στὴν Κῶ.
Τὴν χρονική περίοδο ποὺ βρισκόταν στὴν Πάτμο‚ ὁ ἱερός Χριστόδουλος ἤταν ἤδη μεγάλος σὲ ἠλικία‚ ἀλλά οἰ δυνάμεις του μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν εἶχαν ἐγκαταλήψει. Ἡ ἀκτινοβολία του ὡς πνευματικοῦ εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλο τὸ Αἰγαίο καὶ μεγάλος ἀριθμός προσκυνητῶν μετέβαινε στὴν Πάτμο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ἱερό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως‚ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστῆρι καὶ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Περίπου τὸ 1090 στὸ νησί τῆς Πάτμου ἐπέδραμαν τὰ στρατεύματα τοῦ ἐμίρη τῆς Σμύρνης.
Μὲ σκοπό τὴ ρύθμιση ὅλων τῶν ζητημάτων σχετικά μὲ τὴ λειτουργία τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου‚ τὸ Μάρτιο τοῦ 1091 συνέταξε τὴν Ὑποτύπωση τῆς Μονῆς. Ἡ Υποτύπωση εἶναι τὸ σημαντικότερο κείμενο. Συντάχθηκε τὸ Μάϊο τοὺ 1091 ὡς τὸ τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο. Ἔχει διασωθεί σὲ ἔξι χειρόγραφους κώδικες‚ μὲ παλαιότερο τὸν Πατμιακό αρ. 267‚ ποὺ χρονολογείται στὶς ἀρχές τοῦ 12ου αἰώνα. Το μακροσκελές κείμενο εἶναι ἔνας ἀπολογισμός ζωής καὶ ταυτόχρονα πολύτιμο ἰστορικό μνημείο γιὰ τὴν ἐποχή‚ καθώς ἀναφέρεται μὲ ἀξιοσημείωτη λεπτομέρεια σὲ ἰστορικά γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν προγενέστερη καὶ πλούσια δράση τοῦ συντάκτη. Ἡ αὐτοβιογραφική ἔκθεση καταλαμβάνει περίπου τὸ ἔνα τρίτο τῆς Ὑποτύπωσης. Συνοπτικά περιγράφεται ἡ περίοδος πρὶν ἀπό τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῶν συντρόφων του ἀπό τὸ Λάτρος στὴ Στρόβιλο. Ἀρκετές πληροφορίες δίνονται γιὰ τὴν παραμονή στὴν Κῶ καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν. Ἐξετάζονται οἰ λόγοι τῆς ἀναχώρησης καὶ περιγράφεται εκτενώς ἡ διαδικασία ποὺ ἀφορά τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς της Πάτμου. Ἀκολουθούν οἰ κανόνες καὶ οἰ συγκεκριμένες ὀδηγίες πρὸς τοῦς μοναχοῦς ὠς πρὸς τὸν τρόπο ζωῆς τους‚ τὰ καθήκοντά τους‚ τὸ τυπικό‚ τὴν ἀκολουθία‚ τὴν ἐκλογή τοῦ ἡγουμένου κ.λπ. Ἰδιαίτερο ἄρθρο ἀποτελούν οἰ διατυπώσεις σχετικά μὲ τὸν καθορισμό τοὺ τόπου καὶ τοὺ τρόπου διαβίωσης τῶν ἐργατών‚ τῶν «κοσμικών μισθίων».
Τὸ κείμενο τὴς Ὑποτύπωσης ἀποτελεί τὴν κατεξοχήν πηγή πληροφοριών γιὰ τοὺς μεταγενέστερους ἐγκωμιαστές καὶ βιογράφους τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου. Ὡς τυπικό ἔχει ιδιαίτερη ἱστορική ἀξία καὶ ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἀναδιοργάνωσης τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν μοναστικῶν ἰδρυμάτων ποὺ συντελέστηκε κατά τὸν 10ο με 11ο αιώνα.
Τὸ Μάϊο τοῦ 1092‚ ἀντιμετωπίζοντας ἄμεσο κίνδυνο ἀπό τὶς τουρκικές επιδρομές‚ ὁ Χριστόδουλος πήρε τὴν ἀπόφαση ὅλη ἠ συνοδεία τῆς Μονῆς νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Πάτμο μέχρι νὰ περάσει ὀ κίνδυνος. Ἡ μοναστικῆ ἀδελφότητα κατέφυγε γιὰ ἀσφάλεια στὴν Εὔβοια‚ στὸν Πορθμό τοῦ Εύρίπου κατά τὸ ἔτος 1092.
Ἡ διαμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικές ἔρευνες μικρής διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἐκεῖ ἕνας εὐσεβής καὶ πλούσιος ἄρχοντας‚ κάτοικος τοῦ Εὐρίπου καὶ πνευματικό τέκνο τοῦ Ὁσίου‚ προσέφερε τὴν πολυτελή οἰκία του στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέδειξε σὲ μοναστήρι, ἂν καὶ οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τὴν παραμονή του ὄχι στὴν ἔρημο ἀλλὰ κοντὰ στὸν κόσμο. Ἐξάλλου‚ στὴν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση‚ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στὸ σπήλαιο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον). Ἔτσι‚ ὁ Θεοφόρος Πατῆρ ἔμελλε νὰ ζῆσει καὶ στὴν Εὔβοια καὶ «ἀντικείμενον τοῦ θαυμασμοῦ πάντων γενόμενος καὶ ὡς τὶς ἄγγελος ἐν θνητῷ σώματι τῆς προσηκούσης τιμῆς ἀξιωθείς»‚ νὰ στηρίξει πνευματικά καὶ ἐκεῖ τοῦς ἀνθρώπους καὶ νὰ κυρήξει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Στὶς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093 ὁ Ὅσιος‚ κατά τὴ διαμονή του στὸν Εὔριπο τῆς Εὐβοίας‚ κάλεσε τὸν πρεσβύτερο καὶ Νοτάριο Εὐρίπου Γεώργιο Στροβηλίτη καὶ ἄλλους ἐπτά ἀξιωματούχους γιὰ νὰ ὑπογράψουν ὥς μάρτυρες τῆ Διαθήκη του‚ ἐνῶπιον τῶν ὁποίων τὴν ὑπαγόρευσε καὶ ὑπέγραψε κἰ ἴδιος. Τὸ πρωτότυπο κείμενο σώζεται στὸ ἀρχείο τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Τὸ ἔγγραφο ἔχει μεγάλη ἀξία‚ καθώς ρυθμίζονται λεπτομέρειες ποὺ ἀφορούν τὴ διαδοχή τῆς ἡγουμενίας. Ὥς διάδοχο ὑποδεικνύει τὸν Ἀρσένιο Σκηνούριο‚ τὸν ὁποίο ὅριζε γενικό κληρονόμο του καὶ στὸν ὁποίο μεταβίβαζε τὴ Μονῆ τῆς Πάτμου μὲ ὅλες τὶς κτήσεις καὶ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα. Ἀναγνώριζε κατ'αὐτόν τὸν τρόπο τὴ μεγάλη προσφορά καὶ αὐτοθυσία τοῦ παλιοῦ Κῶου συνασκητή του‚ γιὰ τὸν ὁποίο αἰσθανόταν μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ συμπαράσταση στὴ δύσκολη ἐποχή πρὶν ἀπό τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Σὲ περίπτωση ποὺ ὸ Σκηνούριος δὲν ἐμφανιζόταν‚ στή θέση τοῦ ἡγουμένου ὁριζόταν ὁ χαρτουλάριος καὶ πατριαρχικός νοτάριος Θεοδόσιος‚ πνευματικό τέκνο τοὺ Χριστοδούλου‚ ποὺ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν καλοῦσε νὰ ἔρθει νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου. Μετά τὸ θάνατο τοῦ Χριστοδούλου οἱ ἐκτελεστές τῆς διαθήκης του μοναχοί δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὰ ἴχνη τοῦ Σκηνούρη‚ ποὺ μάλλον εἶχε πεθάνει‚ γι'αὐτό ἀπευθύνθηκαν στὸν Θεοδόσιο‚ ποὺ ἀποποιήθηκε τὴν κληρονομιά μὲ γραπτή παραίτησή του. Ἀγνωστο παραμένει ποιὸς ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου μετά τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοδοσίου.
Στὶς 15 Μαρτίου τοὺ ἔτους 1093‚ μία ἡμέρα πρὶν ἀπό τὸ θάνατό του‚ ὁ Χριστόδουλος συνέταξε τὸν Κωδίκελλο τῆς Διαθήκης. Τὸ κείμενο ἀποτελεί συμπλήρωμα στὴ Διαθήκη καὶ περιέχει ἐπιπρόσθετες ἐντολές πρὸς τὸν διάδοχο στὴν ἡγουμενία τῆς Πάτμου‚ ὅπως νὰ φροντίσει γιὰ τὰ βιβλία τῆς Μονῆς τοῦ Στύλου καὶ νὰ μεριμνήσει ὥστε νὰ ἐπιστραφούν τὰ κτήματα τῆς Κῶ στοὺς μοναχοῦς ποῦ εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ. Ἀναφέρονται δὲ πληροφορίες γιὰ τὶς καταστροφές στὸ Λάτρος‚ τῆ Μονῆ τῆς Θεοτόκου στὴν Κῶ κ.ά.
Λίγο χρόνο ἀργότερα‚ καὶ ἀφού εἶχε πληροφορηθεί «ἐκ Θεού» γιὰ τὸ ἐπίγειο τέλος του‚ ὁ Ὅσιος κάλεσε τούς μοναχούς καὶ ἀφού τούς προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψουν ὅλοι στὴν Πάτμο‚ τοὺς ζήτησε νὰ τὸν πάρουν ἀπό τὴν ξένη γῆ καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸ ναὸ τῆς Μονῆς γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολύ εἶχε μοχθήσει. Καὶ ἀφού τούς εἴπε αὐτά τὰ λόγια «καὶ διὰ λόγων ἀποχαιρετιστηρίων καθαγιάσας τοῦς παρόντας‚ παρέδωκε τὸ πνεύμα τῷ Θεῷ‚ τὴν ις΄ τοῦ μηνός Μαρτίου».
Λίγο καιρό μετά τὴν κήδευση τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός‚ οἱ μοναχοῖ τῆς Πάτμου ἔμαθαν πῶς ὁ κίνδυνος ἀπό τούς Τούρκους εἶχε παρέλθει καὶ ἐτοιμάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸ νησί μαζί μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ γέροντά τους. Θὰ περίμενε κανείς τὸ τελευταίο ταξίδι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου νὰ εἶναι εἰρηνικό. Ὅμως‚ ἀκόμα καὶ αὐτή ἡ τελευταία του μετακίνηση ἤταν περιπετειώδης‚ ὅπως ὅλες οἱ μετακινήσεις τοῦ βίου του. Ἡ αἰτία ὅμως αὐτή τὴν φορά δὲν ἤταν ἡ κακία τοῦ κόσμου τούτου‚ ἀλλά ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ Λατρηνοῦ μοναχοῦ εἶχαν γνωρίσει τὴν ἀγάπη τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐβοίας‚ ὅταν ἔμαθαν ὅτι οἱ μοναχοῖ θὰ ἔπαιρναν τὸ σκήνωμα στὴν Πάτμο‚ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπέκλεισαν τὸ μέρος ὅπου ἐφυλάσσετο ὁ Ὅσιος‚ ὁ ὁποίος ἤταν γι' αὐτούς «σωτῆρ‚ ιατῆρ‚ καὶ πάσης νόσου θεραπευτῆς». Οἱ μοναχοῖ ὅμως‚ ἀποφασισμένοι νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανο στὴν Πάτμο‚ κατά τὴν διάρκεια τῆς νύχτας ἔβγαλαν κρυφά τὸν Ὅσιο ἀπό τὴν πόλη καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοίο τῆς Μονῆς‚ κατέπλευσαν στὴν Πἀτμο. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του στὴ Ἱερά Μονῆ τῆς Πάτμου στὶς 21 Οκτωβρίου τοὺ 1094 (ἡμέρα κατά τὴν ὁποία ἐορτάζεται ἡ ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου του), καὶ τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα στὸ δεξιό μέρος τοὺ ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς‚ ὅπου κατόπιν οἱ μοναχοῖ ἔκτισαν παρεκκλήσιο πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου. Ἀργότερα‚ τὸ θαυματουργό λείψανό του τοποθετήθηκε σὲ ἀργυροχρυσοεπένδυτη λάρνακα‚ ποὺ φέρει τὴ χρονολογία 1796 καὶ ἀποτελεί μέχρι σήμερα πηγή ἰαμάτων καὶ παρηγορία καὶ στήριγμα γιὰ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια. Σχεδόν χίλια ἔτη τῶρα:
«ἀναβλύζει θαυμάτων πηγάς καὶ ὥς τινα ὁσμήν μύρου αἰσθάνονται οἱ πιστῶς ἀπτόμενοι αὐτού καὶ διά μόνης τῆς ἀφῆς καθαγιάζονται καὶ ἀπό πάσης σωματικής βλάβης ελευθερούνται.»
Μὲ αὐτόν τὸν τρόπο τελείωσε ἡ πολύχρονη περιπλάνηση τοῦ Ὁσίου πατρός Χριστοδούλου ὁ ὁποίος σὲ ὁλόκληρο τὸν βίο του ἀναζητούσε ἕναν ἥσυχο τόπο γιὰ νὰ ζήσει «ἐν προσευχαίς καὶ ὕμνοις πνευματικοίς».
Πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴ ζωῆ καὶ τὸ ἕργο τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου περιέχονται σὲ ἀρκετά ἐπίσημα πατριαρχικά καὶ αὐτοκρατορικά ἕγγραφα καὶ σὲ τρία βασικά ἀγιολογικά κείμενα‚ ποὺ κυρίως στηρίχθηκαν στὴν Ὑποτύπωση.Ὁ πρώτος Βίος τοὺ Ὁσίου Χριστοδούλου συντάχθηκε περί τὸ 1140 ἀπό τὸν Ἱωάννη Μητροπολίτη Ρόδου. Βασισμένος σὲ αὐτόν ὁ Ἀθανάσιος‚ μοναχός τότε τῆς Πάτμου καὶ μετέπειτα Πατριάρχης Ἀντιοχείας (1156-1170)‚ συνέγραψε Ἐγκώμιο εἰς ἀνακομιδή τῶν λειψάνων.
Ὁ δεύτερος Βίος γράφτηκε μετά τὸ 1191 ἀπό τὸν Θεοδόσιο‚ μοναχό στὴν Κωνσταντινούπολη. Περιλαμβάνει μαρτυρίες γιὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ποὺ τελέστηκαν μετά τὸ θάνατό του καὶ δίνει ἀρκετές πληροφορίες γιὰ πολιτικά γεγονότα τοὺ ὕστερου 12ου αἰώνα. Ἐπιπλέον‚ πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἕχουν συνταχθεί μία Ἀκολουθία‚ τροπάρια καὶ κανόνες‚ μέσα ἀπό τὰ ὁποία ὑμνούνται ἡ θαυματουργική φήμη καὶ τὸ πλούσιο ἔργο του. Ἀκολουθίες πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου ἐκδόθηκαν τὸ 1775 στὴ Βενετία‚ τὸ 1843 στὴν Ἐρμούπολη‚ τὸ 1884 στὴν Ἀθήνα καὶ τὸ 1913 στὰ Χανιά μὲ στοιχεία τοὺ βίου του ἀπό τὸν Ἄγιο Νικόδημο τὸν Ἀγιορείτη.
Μέσα ἀπό τὴ ζωή καὶ τὴ δράση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου εἶναι δυνατό νὰ μελετηθούν ἀρκετές πλευρές τὴς καθημερινής ζωής κατά τὴν περίοδο τοὺ 11ου αἰώνα. Στὶς πηγές ἀντικατοπτρίζονται ἐπίσης οἱ πολιτικές ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀνακατατάξεις ποὺ συντελέστηκαν στὸ μικρασιατικό χώρο μετά τὴν ἤττα τῶν Βυζαντινών στὸ Mαντζικέρτ‚ τὸ 1071. Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ποὺ ἀντλούμε ἀπό τὰ «αὐτόγραφα» τοῦ Χριστοδούλου τοῦ Λατρηνοῦ‚ τὰ ἕγγραφα δηλαδή ποὺ συνέταξε ὁ ἵδιος‚ βασική αἰτία γιὰ τὶς μετακινήσεις του ἀποτέλεσε ἡ προέλαση τῶν τουρκικών φύλων.
Τὸ γεγονός ὅτι ἡ μονή τῆς Πάτμου ἰδρύθηκε μὲ χρυσόβουλλο λόγο καὶ τὴς παραχωρήθηκαν ὅλη ἡ νῆσος καὶ σημαντικές ἐκτάσεις στὴ Λέρο καὶ τὴ Λειψώ‚ αὐτονομία καὶ φοροαπαλλαγές‚ συνηγορεί στὴν ὑπόθεση ὅτι σημαντικό ρόλο στὴν ἵδρυση ἐνός μοναστικού κέντρου σὲ ἀπομονωμένη μὲν περιοχή ἀλλά ὅχι μακριά ἀπό τὰ μικρασιατικά παράλια διαδραμάτισε ἡ μὲ σκοπιμότητα ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναχισμού σὲ ἀσφαλή εδάφη. Το συγκεκριμένο μοναστικό κέντρο συνέβαλε στὴν οἱκονομική ἄνοδο τὴς ἀκατοίκητης καὶ ἔρημου μέχρι τότε Πάτμου καὶ ἕμελλε νὰ ἀποτελέσει ἀπό τὴ στιγμή τὴς ἵδρυσής του μέχρι τὰ τελευταία βυζαντινά χρόνια το καταφύγιο τῶν διωκομένων Μικρασιατών καὶ ὅχι μόνο μοναχῶν. Ἐπιπλέον ἀναδείχθηκε σὲ θησαυροφυλάκιο είκόνων‚ ἱερών κειμηλίων‚ ἐγγράφων καὶ βιβλίων. Στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς τοῦ Ἀγίου Ἱωάννη τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο‚ ἀπὀ τὶς σημαντικότερες τῆς Ἀνατολῆς‚ διαφυλάχθηκε μεγάλο μέρος τοὺ ὑλικού καὶ πνευματικού πλούτου του Βυζαντίου ποὺ συνέβαλε σταθερά στὴν πρόοδο τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης.
Καὶ ὅλα αὐτά τὰ ὀφείλει στὸν ἱδρυτή της Ὅσιο Χριστόδουλο‚ ποὺ κατέχει δεσπόζουσα θέση στὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ. Στὶς δέλτους ὅμως τῆς ἱστορίας εἶναι δίκαια γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα ἑνός ἄλλου μοναχοῦ‚ τοῦ Ἀρσένιου Σκηνούρη‚ τοῦ ὁποίου οἱ δωρεές τῶν πλούσιων κτημάτων τῆς Κῶ ἐξασφάλισαν στὸν Χριστόδουλο τὴν ἀναγκαία περιουσιακή ὑπόσταση καὶ κατέστησαν δυνατή τὴν ἀνταλλαγή μὲ ὁλόκληρο τὸ νησί τῆς Πάτμου‚ τὸν ἱερό αὐτό βράχο‚ ποὺ ἐξελίχθηκε ἀπό τότε σὲ θρησκευτικό καὶ πνευματικό κέντρο παγκόσμιας ἀναγνώρισης.
Μετά θάνατον ὁ Χριστόδουλος άγιοποιήθηκε ἀπό τὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία‚ ποὺ τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν Ὁσίων. Ἡ μνήμη του τιμάται δύο φορές τὸ χρόνο‚ στὶς 16 Μαρτίου‚ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του‚ καὶ στὶς 21 Ὁκτωβρίου‚ ἡμέρα τὴς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
(Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος», Ιερά Μητρόπολις Κώου και Νισύρου)
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΩ
Ἂς δοῦμε, κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ὁσίου ποὺ δηλώνουν τη σχέση του μὲ τὸ νησὶ τῆς Κῶ.
Ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος Σκηνούρης, φιλοξένησε τὸν διωκόμενο Ὅσιο Χριστόδουλο σὲ Μονή του στὴ Στρόβιλο - ἡ Στρόβιλος βρίσκεται ἀπέναντι καὶ βόρεια ὰπό τὴν πόλη τῆς Κῶ - ὅπου κατεῖχε ἐκτάσεις ἡ οικογένειά του. Μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν περιοχὴ τὴν παραχώρησε σὲ αὐτὸν παραιτούμενος ἀπὸ κάθε δικαίωμα, καὶ ὁ Ὅσιος ἀσκήθηκε ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸν Μάρτιο τοῦ 1079 καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Μάρτιο τοῦ 1080, ὅταν πῆγε στὴν Κῶ, ὅπου κατέφυγε γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων. Ἐπιθυμώντας ὁ Κῶος μοναχὸς τὴν ἐνίσχυση τοῦ μοναχισμοῦ στὸ νησὶ τῆς Κῶ, προσκάλεσε τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο στὸ νησὶ καὶ τοῦ παραχώρησε μεγάλη ἀκίνητη περιουσία μὲ σκοπὸ νὰ ὀργανώσει ἕνα μοναστήρι.
Ἡ ἄφιξη τοῦ Ὁσίου στὸ νησὶ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ ἀπὸ τὰ τέλη Ὀκτωβρίου 1079 μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 1080 τὸ ἀργότερο. Ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος εἶχε ἤδη ὀργανώσει μικρὰ μοναστήρια («κελλία δύο ἐδήματο») στὸ ὄρος Δίκαιος, τὰ ὁποῖα εἶχε ἐνισχύσει μὲ φοροαπαλλαγὲς καὶ κρατικὴ ἐνίσχυση («σολέμνιο») ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (χρυσόβουλλος λόγος τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1079).
Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τὰ κτήματα τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου Σκηνούρη, καὶ περιηγήθηκε σὲ αὐτὰ ἀναζητώντας κατάλληλη περιοχή, κατέληξε στὸν λόφο τοῦ Παλαιοῦ Πυλίου, ὅπου ἔκτισε μοναστήρι στὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ ὀνομάστηκε Μονὴ τῶν Καστριανῶν, ἐπειδή βρισκόταν δίπλα σὲ βυζαντινὸ Κάστρο, ἀνέπτυξε πλούσια δράση καὶ λειτούργησε ὡς πνευματικὸς πόλος ἕλξης γιὰ ὁλόκληρο τὸ νησί.
Σύντομα, πρὶν ἀπὸ τὸν Μάρτιο τοῦ 1080, ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος Σκηνούρης, «νύκτωρ», δηλαδὴ νύκτα, ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Ἰερουσαλήμ, χωρὶς νὰ ἐπιστρέψει πλέον στὴν Κῶ ἀφήνοντας τὰ κτήματά του στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο.
Παρὰ τὴ φυγὴ τοῦ Ἀρσενίου ἀπὸ τὴ Μονὴ τῶν Καστριανῶν, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα, περίμενε νὰ ἐπιστρέψει καί, μάλιστα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν συνέταξε τὴ διαθήκη του, τὸν ὅρισε διάδοχό του στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τῆς Πάτμου δηλώνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ μεγάλη ἐκτίμηση, τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὸ σεβασμό του πρὸς αὐτόν.
Ἡ σχέση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου μὲ τὸ νησὶ τῆς Κῶ κατὰ τὴν τελευταία δεκαετία τοῦ βίου του παρουσιάζεται στενή, καθὼς τὰ μοναστήρια ποὺ ἵδρυσε, κατ᾿ αὐτὴ τὴν περίοδο (Παναγία Καστριανῶν καὶ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου), σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴ νῆσο αὐτή. Ἡ μὲν πρώτη βρίσκεται στὴν Κῶ ἡ δὲ δεύτερη ἔγινε πραγματικότητα χάρη στὰ κτήματα ποὺ τοῦ εἶχαν παραχωρηθεῖ στὴν Κῶ. Ἡ παράδοση τοῦ ἀποδίδει τὴ δημιουργία καὶ ἄλλων μονῶν στὴν Κῶ, ὄπως τῆς μονῆς τῶν Σπονδῶν στὴ Ζιά, τοῦ Ἀλσους στὸ Ἀσκληπιεῖο, στὸ Μονάγρι κ.ἄ.
Τὰ σημαντικότερα κείμενα τοῦ Ὁσίου, τὰ ὁποῖα συντάχθηκαν πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μᾶς διαβεβαιώνουν γιὰ τὴν ἄριστη σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὸν μον. Ἀρσένιο Σκηνούρη, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀφανής, εἶχε ἀνυπολόγιστη προσφορὰ στὴν ὀργάνωση τοῦ μοναχισμοῦ τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου καὶ τῶν ἀπέναντι μικρασιατικῶν παραλίων, καθὼς ἵδρυσε ὁ ἴδιος σειρὰ μοναστικῶν ἱδρυμάτων καὶ παραχώρησε τὴν μεγάλη πατρική του περιουσία γιὰ τὸν ἴδιο λόγο στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο. Ἡ ἀνταλλαγὴ τῆς ἔρημης Πάτμου ἔγινε μὲ δικά του κτήματα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Αʹ ὁ Κομνηνὸς θεώρησε ὅτι εἶχαν ἴση ἀξία μὲ τὸ νησί, ὥστε νὰ προχωρήσει στὴν ἀνταλλαγή (τὰ κτήματα τοῦ Ἀρσενίου μεταβιβάστηκαν στὸ δημόσιο ταμεῖο τῆς αὐτοκρατορίας).
Στὸν Κωδίκελλο, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τὴ Διαθήκη του, συντασσόμενος κατὰ τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του (15 Μαρτίου 1093), κάνει συγκεκριμένη ἀναφορὰ στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῶν Καστριανῶν (στὸ Παλαιὸ Πυλὶ τῆς Κῶ) καὶ τονίζει στοὺς μοναχούς του τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχουν ἀπέναντί της. Ὑπογραμμίζει δὲ τοὺς δεσμούς του μὲ τὰ μοναστικὰ ἱδρύματα τοῦ νησιοῦ.
Κλείνοντας αὐτὸ τὸ σύντομο σημείωμα ἐπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν τοπικὲς παραδόσεις ποὺ φέρουν τὸν Ὅσιο νὰ ἀσκήτευσε καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ νησιοῦ, πέρα ἀπὸ τὸ Παλαιὸ Πυλί, ὅπως στὴν Παναγία τῆς Ζιᾶς καὶ στὸ Μονάγρι, ἀφήνοντας ἀγαθὴ μνήμη στοὺς κατοίκους τῆς Κῶ. Ἂς ἔχουμε, λοιπόν, τὶς εὐχὲς τοῦ στύλου τοῦ μοναχισμοῦ τοῦ 11ου αἰῶνα Ὁσίου Χριστοδούλου, ὁ ὁποῖος σκέπει τὴν Πάτμο, ἀλλὰ καὶ τὴ λοιπὴ Δωδεκάνησο.
(Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΩ», Αθανάσιος Μουστάκης, Θεολογικά και άλλα τινά)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα καὶ τῶν μοναζόντων τὸ κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις τὸν καύσωνα· διό σε πιστῶς ἱκετεύομεν, ἑπερχομένων παντοίων κακῶν ἡμᾶς λύτρωσαι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Μέγαν εὔρατο ὲν τοῖς κινδύνοις.
Μέγα εὗρέ σε ἡ Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμὴν πατέρων· ὡς γὰρ διῆλθες ὁδὸν τῆς ἀσκὴσεως, τοῦ ἀκροτάτου τέλους ἐπέτυχες καὶ παρρησίας οὐδόλως διήμαρτες πάτερ, ὁσιε Χριστόδουλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρὴσασθαι ἡμῖν τὸ μἐγα ἕλεος.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῆ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ.
Τῷ ἐκ τοῦ κὀσμου τῆς δεινῆς ματαιὄτητος ταῖς διδαχαῖς σου ταῖς σεπταῖς ποίμνην ἐλάσαντι, ἀναγράφομεν οἱ παῖδἐς σου ὕμνον σοι, μάκαρ. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ὲκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κολάσεων, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον τοῦς προσκυνοῦντας σχετικῶς ἐκ πίστεως φύλαττε, πάτερ, ἀσινεῖς, ταῖς πρὸς Θεὸν ἱκεσίαις σου, ὁσιε πάτερ θεόφρον Χριστόδουλε. (Ποίημα του αββά Απολλώ)
Ὁ Οἶκος
Άγγελος ἀλλος ὤφθης ἐπὶ γῆς, θεοφόρε, βιώσας ἐγκρατῶς ὑπὲρ λόγον καὶ τοῖς ἐπουρανίοις χοροῖς συνηρίθμησαι τανῦν, τρισμακάριστε· διὸ ἀνυνοῦντες βοῷμέν σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαίροις ἀστὴρ τῆς ἐῴας ἑκλάμψας.
Χαίροις φωστὴρ τους ὲν Πάτμῳ αὐγάσας.
Χαῖρε τῶν ἑν βάθει παθῶν ἡ ἀνάκλησις.
Χαῖρε τῶν ἐν ζόφῳ κακίας ἡ λύτρωσις
Χαῖρε ἐλκών πρὸς μετάνοιαν ταῖς τῶν λόγων διδαχαῖς.
Χαῖρε ἄγων πρὸς ἀπάθειαν ταῖς τοῦ βίου ἀγωγαῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις όδηγὸς μοναζόντων.
Χαῖρε, ὅτι τυγχάνεις ἰατρὸς ἀσθενούντων.
Χαῖρε σωτὴρ ἀνθρώπων θερμὸτατε.
Χαῖρε φωστὴρ σῶν, παίδων λαμπρότατε.
Χαῖρε, δι οῦ ό Θεὸς ὲδοξάσθη.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ ό ἐχθρὸς κατησχύνθη.
Χαίροις, πάτερ Χριστόδὁυλε.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Κώου και Νισύρου, Θεολογικά και άλλα τινά, Ορθόδοξος Συναξαριστής