Η ιστοσελίδα «ΒΙΒΛΟΣ& ΙΣΤΟΡΙΑ«, έλαβε από τον διαπρεπή καθηγητή και συγγραφέα Δρ. Ιωάννη Παπαφλωράτο ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο αναφορικά με την ιστορία του Ιερού Ναόού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής της Πάρου. Ευχαριστούθε θερμά τον κ. Παπαφλωράτο για το λίαν ενδιαφέρον άρθρο του και θα χαρούμε να φιλοξενήσουμε και άλλα άρθρα του στο μέλλον.
Γράφει ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας είναι ο Ι.Ν. της Παναγίας Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής στην Πάρο. Ο περίφημος αυτός ναός της παλαιοχριστιανικής περιόδου είναι συνδεδεμένος με διάφορες παραδόσεις (ή κατ’ άλλους «μύθους»), αποτελώντας καταφυγή και προσκύνημα, όχι μόνον για τους Παριανούς ή τους Κυκλαδίτες, αλλά και για εκατομμύρια πιστούς που τον επισκέπτονται από τα πέρατα της Οικουμένης. Στο παρόν άρθρο, θα γίνει μία σύντομη αναφορά στην ιστορία, την αρχιτεκτονική και τις τοιχογραφίες της εκκλησίας αυτής καθώς και τις φορητές της εικόνες (όπως την περίφημη «Παναγία Δεομένη», έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, κατά την παράδοση).
Η ημερομηνία ανεγέρσεως του Ι.Ν. παραμένει άγνωστη έως σήμερα. Εντούτοις, κατέστη δυνατός ο υπολογισμός της ευρύτερης περιόδου, κατά την οποία ο περικαλλής αυτός ναός ανεγέρθη. Κατά τα έτη 1959-1966, ο διεθνούς κύρους αρχαιολόγος (και το νεώτερο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, κατά την εποχή του διορισμού του) Αναστάσιος Ορλάνδος πραγματοποίησε επισταμένες έρευνες και ηγήθηκε της προσπάθειας αναπαλαιώσεως της εκκλησίας. Αυτός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος ναός ανεγέρθη περί τα τέλη του 3ου – αρχές του 4ου αιώνος. Η εκτίμησή του αυτή συμπίπτει με την ευρέως διαδεδομένη παράδοση που θέλει ως κτήτορες του Ι.Ν. την Αγία Ελένη και τον υιό της Άγιο Κωνσταντίνο. Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας, το 247. Σε νεαρή ηλικία, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Κωνστάντιο τον Χλωρό. Ο σύζυγός της ανήλθε στα κλιμάκια της ρωμαϊκής εξουσίας και διαζεύτηκε την ταπεινής καταγωγής Ελένη. Η τελευταία έδειξε κατανόηση για την απόφασή του αυτή και σύντομα αφιέρωσε τη ζωή της σε φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες. Άλλωστε, είχε ήδη γνωριστεί με πολλούς Χριστιανούς και σε βραχύ χρονικό διάστημα ασπάστηκε τη νέα θρησκεία.
Το 326, η ευσεβής Ελένη πραγματοποίησε ένα ταξίδι προς τα Ιεροσόλυμα προς ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Το πλοίο που τη μετέφερε, όμως, κατέφυγε στην Πάρο λόγω θαλασσοταραχής. Η Ελένη αποβιβάστηκε στον μικρό λιμένα της σημερινής Παροικιάς (ή κωμοπόλεως της Πάρου). Τότε, παρετήρησε την ύπαρξη ενός μικρού ναού, ο οποίος ευρίσκετο κρυμμένος κυριολεκτικά ανάμεσα στους άγριους θάμνους και τα πυκνά δένδρα. Έσπευσε προς τον ναό, ο οποίος ήταν άδειος κατά την ώρα εκείνη και εισήλθε σ’ αυτόν για να προσευχηθεί. Η μικρή αυτή εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Ελένη παρεκάλεσε θερμά την Παναγία να τη συνδράμει στο ταξίδι της στους Αγίους Τόπους. Μάλιστα, «υποσχέθηκε» ότι θα ίδρυε έναν μεγαλοπρεπή ναό στη θέση της ταπεινής αυτής εκκλησίας αφού εύρισκε τον Τίμιο Σταυρό. Πράγματι, η Ελένη έφθασε στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέμεινε επί έναν χρόνο περίπου. Εκεί, βρήκε τον Γολγοθά, τον τάφο του Ιησού και τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη, δεν ξέχασε την υπόσχεσή της και χρηματοδότησε την ανέγερση του ναού στην Πάρο. Μία άλλη παράδοση αναφέρει ότι δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει η ιδία την υπόσχεσή της καθώς απεβίωσε ύστερα από λίγο καιρό, το 328. Στη διαθήκη της, όμως, άφησε ένα μεγάλο χρηματικό πόσον για την εκπλήρωση του τάματος και παρήγγειλε στον υιό της Κωνσταντίνο να μεριμνήσει για την ανέγερση του ναού. Πράγματι, αυτός ικανοποίησε τη βούληση της μητρός του και έκτισε μία σταυροειδή τρίκλιτη βασιλική. Το μεσαίο κλίτος ήταν αρκετά ευρύ και σε μεγάλο ύψος υπήρχε μία μεγαλοπρεπής ξύλινη στέγη. Στα δύο μικρότερα κλίτη (βόρειο και νότιο), υπήρχαν στενότερες και χαμηλότερες στέγες. Επίσης, έκτισε και ένα βαπτιστήριο (στην κόγχη του νοτίου κλίτους), όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Η βασιλική αυτή, όμως, κάηκε αργότερα και ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουστινιανός (482-565) απεφάσισε την ανέγερση μίας καινούριας εκκλησίας, στον ρυθμό της εποχής του, δηλαδή με θόλους και τρούλλο. Σύμφωνα με κάποιες άλλες πηγές, ο πρώτος ναός δεν κάηκε αλλά ο Ιουστινιανός απεφάσισε την ανακατασκευή του για να αποφύγει την ενδεχομένη καταστροφή του από πυρκαγιά. Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί ότι ο αρχικός ναός ενσωματώθηκε στην καινούρια εκκλησία και είναι το σημερινό παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Το έργο της ανεγέρσεως του Ι.Ν. ανετέθη σ’ έναν μαθητή του πρωτομάστορα της Αγίας του Θεού Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, ονόματι Ιγνάτιο. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση συνέβη το εξής περιστατικό. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, ο πρωτομάστορας ήρθε από την Πόλη για να δει το έργο του μαθητή του. Η ομορφιά της εκκλησίας και η αρχιτεκτονική της τελειότητα προκάλεσαν, όμως, τον φθόνο του. Τότε, τυφλωμένος από τη ζήλια, έθεσε σ’ εφαρμογή ένα διαβολικό σχέδιο. Ζήτησε από τον Ιγνάτιο να ανεβούν μαζί στο πάνω μέρος της εισόδου του νάρθηκα για να του δείξει (δήθεν) κάποιο σφάλμα. Ο καλόπιστος Ιγνάτιος υπάκουσε, δίχως να γνωρίζει τους πραγματικούς σκοπούς του πρωτομάστορα. Όταν έφθασε σ’ ένα απομακρυσμένο σημείο, ο καλόπιστος τεχνίτης έσκυψε για να δει το υποτιθέμενο σφάλμα. Τότε, ο πρωτομάστορας τον έσπρωξε με δύναμη στο κενό. Ο Ιγνάτιος προσπάθησε να διασωθεί και πιάστηκε από τα ρούχα του δασκάλου του με αποτέλεσμα να τον παρασύρει κι αυτόν στον θάνατο. Τα ανάγλυφα που εικονίζουν το τραγικό αυτό συμβάν ευρίσκονται στη βόρεια πλευρά του προαυλίου, στις βάσεις των κιόνων.
Ο ναός αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την τύχη της Πάρου. Ως εκ τούτου, έπεσε κι αυτός θύμα των κατά καιρούς επιδρομέων αλλά και των στοιχείων της φύσεως. Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας[1] η εκκλησία παραχωρήθηκε στους Καθολικούς και υπέστη διάφορες μετατροπές. Το 1416, το νησί λεηλατήθηκε για πρώτη φορά από τους Οθωμανούς. Εντούτοις, δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν ότι η συγκεκριμένη εκκλησία έπαθε σοβαρές ζημιές. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες σχετικά με τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη ο Ι.Ν. κατά την επιδρομή του διαβόητου Οθωμανού πειρατή Χαΐρ-Αλ-Ντιν ή Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα, το 1537. Πρωτύτερα, αυτός είχε λάβει τον τίτλο του αρχιναυάρχου του τουρκικού στόλου και ηγούμενος μίας πολυπληθούς αρμάδας (αποτελούμενης από 300 πλοία) είχε ναυμαχήσει με τον αντίστοιχο ενετικό, ο οποίος τελούσε υπό τη διοίκηση του Αντρέα Ντόρια, στην Αδριατική. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη (και αφού είχε πολιορκήσει την Κέρκυρα δίχως επιτυχία), ξέσπασε το εκδικητικό του μένος σε δεκάδες μικρά και μεγάλα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου Πελάγους καθώς και σε πολλές παραθαλάσσιες πόλεις. Οι αιμοδιψείς άνδρες του Βαρβαρόσσα λεηλάτησαν, μεταξύ άλλων, την Κέα, την Κάρπαθο, τη Νάξο, τη Σκύρο και την Τήνο. Δυστυχώς, αποβιβάστηκαν και στην Πάρο. Η παρουσία τους προκάλεσε τρόμο στους κατοίκους της νήσου. Οι Οθωμανοί δήωσαν και κατέκαψαν την Πάρο, ενώ προκάλεσαν και σοβαρές ζημιές στην εκκλησία της Εκατονταπυλιανής.
Κατά τα προσεχή έτη, η οικονομία του νησιού ανέκαμψε. Μολαταύτα, η ανάκαμψη αυτή ήταν προσωρινή. Κατά τη διάρκεια των βενετοτουρκικών πολέμων (1644-1669 και 1684-1699), το νησί υπέστη τα πάνδεινα από τους Ενετούς του διαβόητου ναυάρχου Φραγκίσκου Μοροζίνι. Οι τελευταίοι δεν αρκέστηκαν στην καταστροφή των γεωργικών εκτάσεων αλλά προσπάθησαν να επηρεάσουν και το θρησκευτικό φρόνημα των κατοίκων, προσηλυτίζοντάς τους στον Καθολικισμό. Μετά τη λήξη των πολέμων αυτών, οι Οθωμανοί παγίωσαν την κυριαρχία τους στα νησιά του Αιγαίου και επακολούθησε μία βραχύβια περίοδος ειρήνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1666, το νησί (και ειδικότερα ο ναός της Παναγίας) υπέστη εκτεταμένες ζημιές από την επιδρομή των ανδρών του Καπουδάν Μουσταφά Καπλάν Πασά. Σαν να μην έφθαναν οι επιδρομές των αλλοπίστων, ήρθαν και οι σεισμοί του 1773 για να μεγιστοποιήσουν την καταστροφή. Τότε, κατέπεσαν το κεντρικό τμήμα του τρούλλου, η οροφή του μεσαίου κλίτους και τα σταυροθόλια. [2] Επίσης, έσπασαν τα επιθήματα ορισμένων πεσσών του γυναικωνίτη με αποτέλεσμα οι πεσσοί αυτοί να αποκλίνουν κατά πολύ από την κατακόρυφο. Τέλος, η πρόσοψη υπέστη εκτεταμένες φθορές και απέκλινε κατά 70 εκατοστά από την κατακόρυφο! Η κατάσταση του Ι.Ν. επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τα προσεχή έτη. Το γεγονός αυτό υπεχρέωσε τους τοπικούς παράγοντες να προβούν σε πρόχειρες εργασίες συντηρήσεως, στις οποίες συνεισέφερε οικονομικά ο καταγόμενος από το νησί ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Νικόλαος Μαυρογένης[3] (θείος της ηρωΐδας της Επαναστάσεως του 1821 Μαντούς Μαυρογένους). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, κατασκευάστηκαν ογκώδεις εξωτερικές αντηρίδες και κτίστηκαν τοίχοι, οι οποίοι επένδυσαν τα εσωτερικά τόξα της εκκλησίας. Ως εκ τούτου, κατελήφθη ένα σημαντικό τμήμα του ναού και περιορίστηκε ο φυσικός φωτισμός του ναού καθώς η είσοδος του φωτός σε αυτόν γινόταν πλέον μόνον από τα παράθυρα της κόγχης. Τα υπόλοιπα μεγάλα παράθυρα, τα οποία ευρίσκονται βορείως, νοτίως και προς Δυσμάς εφράχθησαν για λόγους ασφαλείας. Τέλος, η πρόσοψή του έλαβε μία περίεργη μορφή με μία μνημειακή πύλη και τρία καμπαναριά. Οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις έσωσαν μεν τον ναό από την κατάρρευση, αλλοίωσαν δε σε μεγάλο βαθμό την αρχική του μορφή, προκαλώντας την αντίδραση πολλών πιστών, οι οποίοι επιζητούσαν την εξάλειψη των αποτελεσμάτων τους. Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή ίσχυσε το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των εργασιών αυτών διετηρήθησαν επί 3 σχεδόν αιώνες,[4] μέχρι δηλαδή να επιληφθεί της αναπαλαιώσεως της εκκλησίας ο ακαδημαϊκός Ορλάνδος.
Ακολούθως, θα γίνει μία βραχύβια αναφορά στο εσωτερικό του ναού, όπως έχει διαμορφωθεί μετά το 1966. Η εκκλησία έχει ανεγερθεί στο ΒΑ τμήμα της πόλεως και είναι ορατή από μακρυά καθώς περιβάλλεται από ένα υψηλό λευκό τείχος. Δίπλα από τον τοίχο αυτό (προς την πλευρά της θάλασσας), υπάρχει ένα μικρό αλσύλιο. Παλαιότερα, τα δένδρα ήταν περισσότερα και η βλάστηση πυκνότερη με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως φυσική κάλυψη του ναού. Διάφορα ευρήματα[5] επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η εκκλησία κτίστηκε πάνω σε αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς (στους οποίους πιθανότατα λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο ποιητής Αρχίλοχος), όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.[6] Μάλιστα, πλησίον των ναών αυτών υπήρχε και ένα ιερό του Διός. Εισερχόμενος ο προσκυνητής από την εξωτερική είσοδο του περιβόλου, ευρίσκεται στον προαύλιο χώρο, που ονομάζεται αίθριο ή άτριο.[7] Οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν «τετράστωο» (λόγω των τεσσάρων στοών από τις οποίες περιβάλλεται) ή «αίθριον αυλή». Ο Ορλάνδος απεκάλυψε τους εξωτερικούς τοίχους, τους στυλοβάτες των τριών στοών και τις δύο βάσεις των πεσσών, οι οποίες στήριζαν τις στοές καθώς και τμήματα της φιάλης. Η τελευταία ήταν δεξαμενή με νερό, η οποία χρησιμοποιείτο για να πλένουν οι προσκυνητές τα χέρια τους προ της εισόδου τους στον ναό. Η πρόσοψη του Ι.Ν. με τη μεγάλη τρίλοβη πύλη είναι εντυπωσιακή. Έμπροσθεν της πύλης αυτής, υπάρχουν τα μάρμαρα της βάσεως και ελάχιστες κολόνες από το αρχικό αίθριο. Το εσωτερικό του ναού υποβάλει τον επισκέπτη με το μέγεθος, τη λιτότητα και την ιεροπρέπειά του. Εξαπτέρυγα σεραφείμ εικονίζονται στα σφαιρικά τρίγωνα, τα οποία «βαστούν» τον τρούλλο. Το εικονοστάσιο ή τέμπλο είναι μαρμάρινο και δημιουργήθηκε μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Πρωτύτερα, υπήρχε ένα χαμηλό διάφραγμα, το οποίο επέτρεπε στους πιστούς να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο ιερό. Ο γλυπτός διάκοσμος των κιονόκρανων και το μονόγραμμα των κιονίσκων παρείχαν πολλά και διαφωτιστικά στοιχεία στους ερευνητές για την εποχή ανεγέρσεως του ναού, τον θεμέλιο λίθο του οποίου έθεσε ο επίσκοπος Βλάσιος. Τα γλυπτά που στολίζουν την εκκλησία ανήκουν σε διάφορες περιόδους της αρχαιότητας και του Βυζαντίου. Ορισμένα επιστήλια και παραστάδες εικάζεται ότι προέρχονται από ιερό της θεάς Δήμητρας, ο οποίος ευρίσκετο στο λιμάνι.
Το εσωτερικό του Ιερού Ναού
Το εσωτερικό του Ιερού Ναού
Μεγάλης αισθητικής ομορφιάς και ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας είναι το κιβώριο (ή κιβούρι)[8] και το σύνθρονο. Το κιβώριο της συγκεκριμένης εκκλησίας είναι μοναδικό στο είδος του. Είναι κατασκευασμένο από μονήλατο λευκό μάρμαρο. Κατά το παρελθόν, υπέστη σημαντική φθορά και αναστηλώθηκε με περισσή φροντίδα από τον καθηγητή Ορλάνδο, το 1930. Οι υποβαστάζοντες το κιβώριο τέσσερις κίονες, μελανοφαίου χρώματος, είναι λείοι και προσελκύουν το βλέμμα του προσκυνητή. Τα κιονόκρανα είναι κορινθιακού ρυθμού και στο πάνω μέρος τους κοσμούνται από διάτρητα φύλλα ακάνθου. Η παράδοση αναφέρει ότι κατά το παρελθόν η ομορφιά του κιβωρίου «μάγεψε» κάποιους Άγγλους περιηγητές, οι ποίοι ζήτησαν να το αγοράσουν. Σε αντάλλαγμα, θα τοποθετούσαν στη θέση του πιστά αντίγραφα, φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι. Η πρότασή τους, όμως, απερρίφθη πάραυτα. Επίσης, μία άλλη παλαιότερη παράδοση κάνει λόγο για ορισμένους επιδρομείς Σαρακηνούς, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τον ναό, επεχείρησαν να μεταφέρουν και το περίτεχνο κιβώριο της Αγίας Τράπεζας στο λιμάνι για να το φορτώσουν στο πλοίο τους. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το κιβώριο βάραινε καθ’ οδόν, ενώ μεγάλωναν και οι διαστάσεις του. Τελικώς, έγινε τόσο μεγάλο και βαρύ που οι Σαρακηνοί αδυνατούσαν πλέον να το μεταφέρουν. Τότε, αυτοί εξαγριώθηκαν και, αφού το έσπασαν, το εγκατέλειψαν δίπλα σχεδόν στη θύρα της εκκλησίας. Εξίσου εντυπωσιακό με το κιβώριο είναι το σύνθρονο[9]. Αυτό αποτελείται από οκτώ σειρές καθισμάτων. Στο μέσον της άνω σειράς, ευρίσκεται ο μαρμάρινος θρόνος του Αρχιερέως, ενώ δίπλα του υπάρχουν δύο παραθρόνια για τους βοηθούς του.
Στη συγκεκριμένη εκκλησία είναι ενσωματωμένα τρία παρεκκλήσια και ένα βαπτιστήριο. Το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου λογίζεται ως ο αρχικός ναός, τον οποίο πρωτοαντίκρισε η Αγία Ελένη (όπως έχει προαναφερθεί). Ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως υπόδειγμα για την ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ξυλόστεγου ναού. Τα αλλά δύο παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στους Αγίους Αναργύρους και τον Άγιο Φίλιππο. Κατά τους πρώτους αιώνες της εγκαθιδρύσεως του Χριστιανισμού, το βαπτιστήριο αποτελούσε ξεχωριστό οικοδόμημα, το οποίο χρησιμοποιείτο κατά την ομαδική προσέλευση των Χριστιανών για να βαπτιστούν σε συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου. Η ύπαρξη ενός ξεχωριστού οικοδομήματος βοηθούσε στην αποτροπή του συνωστισμού. Οι Χριστιανοί θεωρούσαν τον χώρο αυτόν τον σημαντικότερο μετά την εκκλησία. Τα σπουδαιότερα βαπτιστήρια κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο ήταν αυτό του Λατερανού και το αντίστοιχο της Εκατονταπυλιανής. Μάλιστα, το τελευταίο αποτελεί μέρος του εκκλησιαστικού συγκροτήματος καθώς επικοινωνεί με τον ναό μέσω δύο θυρών. Τον 6ο αιώνα, μετετράπη σε ξεχωριστό ναό, ο οποίος, όμως, υπέστη τρομακτικές ζημιές κατά τους προσεχείς αιώνες. Ο χώρος απεκατεστάθη στην αρχική του μορφή, ύστερα από τις εργασίες αναπαλαιώσεως.
Το βαπτιστήριο
Ιδιαίτερης μνείας αξίζει η διακόσμηση της εκκλησίας. Αρχικώς, στο εσωτερικό της είχαν τοποθετηθεί χρωματιστοί πωρόλιθοι στους θόλους καθώς και λευκά (και πολύχρωμα) μάρμαρα. Σημειωτέον ότι ο Ι.Ν. δεν είχε καθόλου αγιογραφίες, κατά την αρχική του μορφή. Εντούτοις, η φθορά του χρόνου, οι λεηλασίες και οι σεισμοί αλλοίωσαν την εκκλησία και ως εκ τούτου απεφασίσθη η αγιογράφηση του ναού. Προς τούτο, προσεκλήθησαν αγιογράφοι από πολλά μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μολαταύτα, ουδέποτε αποπερατώθηκε η αγιογράφηση του ναού. Σήμερα, σώζονται ελάχιστα λείψανα αγιογραφιών στη δεξιά πλευρά του νάρθηκα, στα σφαιρικά τρίγωνα του κεντρικού τρούλλου, στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, στο βαπτιστήριο (χρονολογείται από τον 11ο – 12ο αιώνα) και στο Ιερό Βήμα (δημιουργήθηκαν κατά τα έτη 1600-1650). Η «έλλειψη» αυτή τοιχογραφιών αναπληρούται από την ύπαρξη πολλών φορητών εικόνων, ορισμένες εκ των οποίων είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Φυσικά, δεσπόζει η «Παναγία Δεομένη», η οποία θεωρείται έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Η εικόνα αυτή βρέθηκε στο φρέαρ του ναού. Επίσης, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και λατρευτικής σπουδαιότητας είναι οι τρεις εικόνες του τέμπλου («Παναγία Εκατονταπυλιανή»[10], «Παντοκράτωρ» και «Κοίμησις της Θεοτόκου»). Τέλος, αξιοσημείωτες είναι οι φορητές εικόνες της «Παναγίας της Ελεούσας» (η οποία είναι τοποθετημένη στο τέμπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου), του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (1666) και της Αγίας Τριάδος (17ου αιώνος).
Εντός της εκκλησίας ευρίσκεται η εικόνα και το μνημείο της Οσίας Θεοκτίστης, η οποία έζησε κατά τον 9ο αιώνα. Αυτή συνελήφθη στη Λέσβο (τόπο γεννήσεώς της) από Σαρακηνούς πειρατές. Το πλοίο των τελευταίων, όμως, «έπιασε» στο λιμάνι της Πάρου λόγω της θαλασσοταραχής. Τότε, η Θεοκτίστη κατάφερε να ξεφύγει από τους πειρατές κατά θαυματουργό τρόπο και έκτοτε μόνασε στην Εκατονταπυλιανή επί 35 έτη. Κατά τα έτη αυτά, ουδέναν άνθρωπο συνάντησε και πέρασε τη ζωή της νηστεύοντας και προσευχόμενη. Όταν συνάντησε κάποιους κυνηγούς, τους παρεκάλεσε να της φέρουν θεία μετάληψη. Πράγματι, αυτοί ικανοποίησαν την παράκλησή της ύστερα από λίγες ημέρες αλλά η Οσία είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα. Η μνήμη της εορτάζεται την 9η Νοεμβρίου.
Τέλος, θα γίνει μία βραχεία αναφορά στο όνομα του ναού. Σήμερα, η επίσημη ονομασία του είναι Εκατονταπυλιανή. Αυτή πρωτοσυναντάται σε μία πατριαρχική επιστολή του 1606 προς τον τότε επίσκοπο Παροναξίας. Το ίδιο όνομα αναγράφεται στην εικόνα της Θεοτόκου στο εικονοστάσιο του ναού αλλά και σε διάφορα ιερά σκεύη. Μία παράδοση αναφέρει ότι έχουν βρεθεί 99 πύλες στον ναό. Όταν βρεθεί και η 100η θα ελευθερωθεί η Πόλη. Λίγο παλαιότερη είναι η ποιητική ονομασία Καταπολιανή. Το τοπωνύμιο Κατάπολα σημαίνει «κατά την πόλιν». Και προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η εκκλησία. Το όνομα αυτό απαντάται για πρώτη φορά σ’ ένα υπόμνημα του δούκα του Αρχιπελάγους Ιωάννου Δ΄ του 1562 περί Νάξου και Πάρου και έκτοτε συναντάται διάφορα αντικείμενα, έγγραφα, επιγραφές και σφραγίδες. Ο συγκεκριμένος ναός προσελκύει το ενδιαφέρον χιλιάδων προσκυνητών αλλά και πολλών αλλόδοξων και αλλόθρησκων επισκεπτών. Λογίζεται δε ως το καύχημα των Κυκλάδων μαζί με τον ναό της Παναγίας της Τήνου (με τον οποίο συνεορτάζουν την 15η Αυγούστου). Εντούτοις, η συγκεκριμένη εκκλησία θεωρείται το μοναδικό στολίδι της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής και είναι το τρίτο κατά σειράν σπουδαιότητας παλαιοχριστιανικό μνημείο του ελλαδικού χώρου μετά την Αχειροποίητο και τον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Αλιπράντης Θ., Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, 1670 χρόνια από το τάμα της Αγ. Ελένης. Θεσσαλονίκη, 1996.
- Κορρές Γ., Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Αθήνα, 1954.
- Μαύρος Ιωαν., Ο ναός της Παναγίας Πάρου (Εκατονταπυλιανής). Αθήναι, 1990.
- Μητσάνη Α., Εικόνες και κειμήλια από τη συλλογή της Εκατονταπυλιανής Πάρου. Αθήνα, 1996.
- Ορλάνδος A.K., Ευρήματα κατά την αναπαλαίωσιν της Καταπολιανής Πάρου, Αρχαιολογική Εφημερίς (AE) 1960, 1-5, pl. A-IA.
[1] Η Πάρος είχε περιέλθει υπό την κυριαρχία των Ενετών από το 1207. Τότε, ο Μάρκος Σανούδος, συγγενής του δόγη Ερρίκου Δάνδολου, κατέλαβε την Πάρο, τη Νάξο και τα πέριξ αυτών ευρισκόμενα νησιά, ιδρύοντας το δουκάτο του Αιγαίου. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο αυτή (1207-1389), ο ναός της Εκατονταπυλιανής ξανακτίστηκε. Την οικογένεια των Σανούδων διαδέχτηκαν οι Σωμαρίπες. Κατά την περίοδο της κυριαρχίας των τελευταίων, το νησί γνώρισε οικονομική άνθηση, ενώ εξεδιώχθησαν και οι πειρατές από τη Νάουσα. Πάντως, η μάστιγα των πειρατών δεν εξαλείφθηκε εντελώς καθώς αυτοί συνέχισαν τις περιοδικές επιδρομές τους στο νησί.
[2] Το σταυροθόλιο είναι είδος θολωτής οροφής, που σχηματίζεται με τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων.
[3] Μάλιστα, ο Μαυρογένης χρηματοδότησε την κατασκευή αργυρής επένδυσης της εικόνας της «Παναγίας Εκατονταπυλιανής» του τέμπλου και προικοδότησε τον ναό με κτήματα στη Βλαχία.
[4] Κατά τον 18ο αιώνα, έλαβαν χώρα και άλλες παρεμβάσεις στον ναό. Κτίστηκε δεύτερος εξωτερικός τοίχος, ανοίχθησαν τρία παράθυρα για να εξασφαλιστεί καλύτερος φωτισμός και τοποθετήθηκε ένα μαρμάρινο θύρωμα (πλαίσιο θύρας) στην κεντρική πύλη εισόδου. Το θύρωμα αυτό ευρίσκετο στη βόρεια πλευρά του προαυλίου.
[5] Πιο συγκεκριμένα, αυτό καταδεικνύεται από τους τέσσερις κορμούς μαρμάρινων κιόνων, η ύπαρξη των οποίων απεκαλύφθη κατά την αναπαλαίωση του Ορλάνδου. Οι κορμοί αυτοί ευρίσκονται σε μικρό βάθος από το επίπεδο του σημερινού ναού, καλύπτονται από ειδικό διάφανο υλικό και φωτίζονται. Επίσης, ανευρέθη και ένα ψηφιδωτό, το οποίο απεικονίζει τους άθλους του Ηρακλή.
[6] Εντούτοις, ορισμένες ενεπίγραφες πλάκες και κάποια ψηφιδωτά που βρέθηκαν στον χώρο ανεγέρσεως του ναού υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός αρχαίου γυμναστηρίου στη συγκεκριμένη περιοχή.
[7] Είναι αξιοσημείωτο ότι το αίθριο υπήρχε και στους αρχαίους ναούς. Μάλιστα, το αίθριο της συγκεκριμένης εκκλησίας έχει πολλές ομοιότητες με τους αντίστοιχους χώρους των βασιλικών της ελληνιστικής περιόδου, οι οποίοι στηρίζονταν σε κίονες και σχημάτιζαν τετράπλευρο.
[8] Το κιβώριο είναι το κουβούκλιο πάνω από την Αγία Τράπεζα.
[9] Σύνθρονο είναι η ονομασία που έχει δοθεί στα καθίσματα (υπό μορφή βαθμίδων), που βρίσκονται στην κόγχη του Ιερού Βήματος. Έχουν ημικυκλικό σχήμα και χρησιμοποιούντο από τους πρεσβυτέρους. Στο μέσον της υψηλότερης σειράς καθόταν ο Αρχιερεύς.
[10] Η εικόνα της «Παναγίας Εκατονταπυλιανής» φέρει αργυρή επένδυση, η οποία κατασκευάστηκε στο Βουκουρέστι, το 1788.
*Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα της Ι.Μ. Παροναξίας
http://www.ekatontapyliani.gr/name.html
Πηγή: Βίβλος και Ιστορία